Monday, January 29, 2007

Κοντεύω τα 100 (ποστ!)

Σήμερα δεν θα γράψω καμιά ιστορία. Σκέψεις ήθελα να μοιραστώ μαζί σας. Κοντεύω τα 100 αρθράκια-ιστοριούλες και τώρα θέλησα να γράψω ένα μικρό προσωπικό ‘Ευχαριστώ’ σε όλους όσους μου δίνουν κουράγιο και δύναμη για να συνεχίσω να γράφω μέσα από αυτόν εδώ τον χώρο…

Παλιά και για πολλά χρόνια ντρεπόμουν να παραδεχθώ ότι γράφω. Να τολμήσω να το πω και να μην κοκκινίσω ή να μην αισθανθώ ‘διαφορετική’. Έγραφα και τα γραπτά μου διαβάζονταν από ελάχιστα άτομα εμπιστοσύνης. Και τότε ήρθε η πρόταση… «Αφού γράφεις βιβλία, γιατί δεν γράφεις στο διαδίκτυο; Όχι για να καταξιωθείς σαν συγγραφέας, αλλά για να κάνεις ‘ασκήσεις θάρρους’!» και αυτό μου το πρότειναν η Φωφώ και ο Χρήστος.

Πράγματι, το έκανα… Την ίδια μέρα μάλιστα. Είχα ανάγκη, εκτός της καθημερινής μου γραφής, να γράφω μικρά κειμενάκια σαν μικρές ιστορίες, χωρίς σκέψη, έτσι, αυθόρμητα και ειλικρινά. Έκανα τεστ στον εαυτό μου, κατά πόσο είχα τη δύναμη και την ψυχική αντοχή να γράψω μέσα σε 300 λέξεις μια ιστορία, να καταθέσω δυνάμεις, σκέψεις, συναισθήματα, αισθήσεις και να τα μοιραστώ και με άλλους…

Δεν μπορώ να γράψω για ένα άτομο… είναι όλοι ξεχωριστοί αλλά και όμοιοι στην καρδιά μου. Γιατί εκεί έξω οι φίλοι μου είναι πολλοί, πάρα πολλοί… Δεν ήξερα ποτέ πως με βρήκαν… Δεν ξέρω πως ξεκίνησε να σχηματίζεται μια παρέα αγαπημένη. Άνθρωποι από όλες της μεριές του κόσμου… Άνθρωποι διαφορετικών κατευθύνσεων και ζωής. Αλλά πάνω από όλα άνθρωποι σκεπτόμενοι, με σεβασμό στις ανθρώπινες αξίες, που η γραφή και η έκφραση τους έβγαινε καλύτερα μέσω του διαδικτύου. Με ιδιαίτερες ευαισθησίες, πλούτο πνευματικό και συναισθήματα, ιδιαίτερο τρόπο έκφρασης και προσέγγισης… Διαφορετικοί αλλά τόσο οικείοι, η δύναμη που μας ένωνε ήταν η ανάγκη της έκφρασης, της αγάπης για το βιβλίο, για τις τέχνες, για την ανθρωπιά, για ιδανικά που πίστευα ότι μόνο ελάχιστοι ακόμα έχουν… Και σας συναντούσα εδώ αλλά και στους δικούς σας χώρους.

Φυσικά εμφανίστηκαν και μερικοί που αμφισβήτησαν την αλήθεια της έκφρασης και της προσέγγισής μου στα πράγματα. Αλλά αυτοί, απλά, όπως ήρθαν έφυγαν. Με ησυχία και ήρεμο τρόπο. Να είναι καλά στο χώρο τους (Προς αποφυγή παρεξηγήσεων: οι διαφορετικές γνώμες, προσεγγίσεις και φυσικά οι αντιθέσεις δεν με ενοχλούν. Αντίθετα, δίνουν τροφή για διάλογο και εξέλιξη. Οι υβριστές και οι είρωνες δεν έχουν θέση στο χώρο αυτό :)

Εύχομαι να συνεχίσω μέσα από τις μικρές (ή μεγαλύτερες) ιστορίες μου να βρίσκομαι κοντά σας και εσείς κοντά μου! Ειλικρινά, τιμή μου φίλοι μου, ευχαριστώ από την ψυχή μου για την συμβολή σας και για τις ιδέες σας! Κοντεύω τα 100 (93ο σήμερα).

Wednesday, January 24, 2007

Πλησιάζει;

Εχθές το βράδυ δεν κοιμήθηκα καλά…

Ίσως να έφταιγε όλη αυτή η αλλαγή του καιρού. Η ξηρασία. Αυτός ο ήλιος που μόνο του Γενάρη δεν είναι. Και εχθές μελαγχόλησα και βάρυνα και σκέφτηκα πόσο άγριοι είμαστε εμείς οι ευαίσθητοι και συμπονετικοί άνθρωποι. Πόσα λάθη αιώνων κουβαλάμε στα γονίδιά μας μέχρι τώρα;

Θέλετε μερικά; Η έλλειψη σεβασμού των ανθρώπων προς τον παράδεισο που τους έχει εμπιστευτεί να διαφυλάξουν. Η έλλειψη ισορροπίας ανάμεσα στην τεχνολογική εξέλιξη και την εσωτερική ηρεμία και αλήθεια του καθενός από εμάς. Ο πόνος που προκαλούμε σε όλα τα επίπεδα της φύσης, τα δέντρα, τα ζώα, την ατμόσφαιρα… Μην αρχίσω να αναφέρω τι κάνουμε σε παιδιά, σε γυναίκες, σε αδύναμους πληθυσμούς και μας κοπεί η ανάσα. Οι ειδήσεις, τα νέα στο διαδίκτυο, οι προφήτες και οι προφητείες τους, η ημερομηνία 21-12-2012. Η νέα μας επαφή με τον εαυτό μας και τη νέμεση του πλανήτη. Τέλος πάντων, εφιάλτη είδα.

Ένας σεισμός, ξεκίνησε ξαφνικά. Για κάποιο λόγο ήμουν ψηλά και παρακολουθούσα. Πολύ ψηλά, δηλαδή, πάνω από την ατμόσφαιρα και είχα τη δυνατότητα να δω σχεδόν όλη τη γη. Ξαφνικά άρχισαν να σπάνε οι λιθοσφαιρικές πλάκες. Έβλεπα το κάθε κομμάτι γης να διαλύεται και να καταποντίζεται κάτω από τόνους νερού. Άκουγα τον υπόκωφο θόρυβο. Και αυτό συνεχίστηκε σχεδόν σε όλη τη γη. Όπως λένε οι σοφοί, και εγώ συμφωνώ, σαν απλός άνθρωπος, η ίδια η φύση θα βρει τον δρόμο της προς την ισορροπία με κάθε δυνατό τρόπο… Όσο σκληρό και αν ακούγεται αυτό, είναι αλήθεια.

Ιδρωμένη και ταραγμένη, ξύπνησα χαράματα. Ευτυχώς όλα, για σήμερα τουλάχιστον, ήταν στη θέση τους. Ειλικρινά εύχομαι ο καθένας από μας να βρει τη δύναμη και να μπορέσει να κάνει κάτι ώστε να προστατέψουμε όλοι μαζί το χώρο που μας φιλοξενεί, πριν από την ξηρασία, ή τον πάγο ή το νερό… πριν να είναι αργά.

Όλοι μας έχουμε μέσα μας το Θεό. Αρκεί να τον αφήσουμε να μας μιλήσει…

Friday, January 19, 2007

Ο Χρωματιστός Άνθρωπος! Αλήθεια λέω...

Προχθές πέρασε από μπροστά μου! Έτυχε μήπως και τον είδατε; Έναν άνθρωπο χρωματισμένο, μαύρο και φούξια! Μήπως και τον είδατε;

Όχι μόνο τον αντίκρισα αλλά και μιλήσαμε! Έναν άνδρα μπερδεμένο, ζαλισμένο και εκνευρισμένο. Έναν άνδρα που ήταν προσεκτικά καλυμμένος χρόνια ολόκληρα. Έναν άνδρα που ζούσε μόνο για να προστατεύει τα συναισθήματά του από τις κακοτοπιές της ζωής, έναν άνδρα που η ηρεμία και η ησυχία ήταν γι’ αυτόν το απόλυτο της ευτυχίας. Εκείνος και τα αντικείμενά του. Και ξαφνικά έπρεπε να διαλέξει. Και γι’ αυτό τον πέτυχα στο διάβα μου, ένας άνδρας από το λαιμό και πάνω μαύρος και από το στήθος και κάτω φούξια… ένα, ομολογουμένως, λαμπερό και φωτεινό φούξια.

Ήταν τρομαγμένος. Για πρώτη ή από τις ελάχιστες φορές στη ζωή του έπρεπε να διαλέξει… Να ζήσει και να αγαπήσει ή να συνεχίσει να είναι κλεισμένος στο καβούκι του, στην ασφάλεια των πραγμάτων που δεν πληγώνουν, αλλά δεν μιλάνε και δεν αγκαλιάζουν.

Και φταίει εκείνη για όλα. Εκείνη η κοπέλα με τα τόσο εκφραστικά, υγρά καστανά μάτια. Με το γάργαρο γέλιο της. Με τις κινήσεις της… απαλές που τον άγγιζαν και που, παράξενο, του ήταν τόσο οικείες… Ήταν αστεία, γλυκιά, ερωτεύσιμη. Δεν ήταν συγκλονιστικά όμορφη ούτε ιδιαίτερα εντυπωσιακή, αλλά αυτό το γέμισμα της ψυχής του δεν το είχε νιώσει ποτέ του… Και για εκείνον ήταν η ομορφότερη από όλες… Και μετά φοβήθηκε! Έτσι τον βρήκα, να τριγυρνάει στους δρόμους, να προσπαθεί να αποφύγει το αυτονόητο… Την απόφαση. Να ζήσει, να αφεθεί και να πληγωθεί ή να επιστρέψει στην κόλαση της ακινησίας;

Ξέρετε τι τον συμβούλευσα, φυσικά… Το φούξια μ’ αρέσει, θεραπεύει την ψυχή μας.

Sunday, January 14, 2007

Το Κίτρινο Πουλί...

Τότε που ακόμα οι εποχές είχαν κάποια σχετική λογική και συνέπεια στη φύση, τέλος Γενάρη μήνα, ήταν χειμώνας βαθύς και βαρύς. Το καλοριφέρ δούλευε ασταμάτητα και το σπίτι ήταν φωλιά για το ζευγάρι. Μεσημεράκι. Η νεαρή γυναίκα είχε φτιάξει μια κρεατόσουπα με λαχανικά, μπόλικο λεμόνι και πιπέρι. Το χιόνι που είχε πέσει τη νύχτα, έδωσε σαν δώρο στους κουρασμένους από την καθημερινότητα πρωτευουσιάνους να χαλαρώσουν και να κάνουν ‘σκασιαρχείο’ από τη δουλειά τους. Είχε σχηματίσει ένα στρώμα δέκα-δώδεκα πόντων. Φυσικά, αν έμεναν στη Γερμανία ή σε κάποια χώρα της Κεντρικής Ευρώπης, αυτό θα ήταν μια φυσιολογική κατάσταση, αλλά για την Ελλάδα, ήταν φαινόμενο εξωτικό που σχεδόν παρέλυε τους ήδη τσαλακωμένους δρόμους και τις συγκοινωνίες.

Το ζευγάρι πήγε στο κοντινό μπακάλικο και πήρε μερικές επιπλέον προμήθειες. Τα μάγουλά τους είχαν γίνει κατακόκκινα από το περπάτημα μέσα στο χιονιά. Η ανάσα τους σχεδόν υγροποιούνταν από το κρύο. Έπαιζαν σαν ανέμελα παιδιά, ρίχνοντας ο ένας στον άλλο χιόνι που βουτούσαν από τα αυτοκίνητα. Μια κυρία που καθάριζε το πεζοδρόμιο μπροστά από το σπίτι της, τους κοίταξε σοβαρά. Η κοπέλα σοβάρεψε, ο άνδρας αδιαφόρησε. Πλησίαζαν στο σπίτι. Μια περίεργη ησυχία είχε απλωθεί στη γειτονιά τους, η σιωπή του χιονιού… Ερχόταν χιονοθύελλα.

Πέρασε ώρα, η γυναίκα κοίταξε απέναντι, στο βουνό, αφού ήταν το τελευταίο σπίτι πριν το βουνό. Έβλεπε τις νιφάδες να πέφτουν, να στροβιλίζονται, να αλλάζουν κατεύθυνση, απλώνοντας τα κρυστάλλινα κορμιά τους παντού… Και πάνω σε ένα λεπτό κλαδί δέντρου ένα πουλί. Έτριψε τα μάτια της, αφού της έκανε τόση εντύπωση… Ήταν ένα εξωτικό πουλί που είχε το χρώμα του ήλιου μιας καλοκαιρινής μέρας. Έμοιαζε με έργο τέχνης η εικόνα αυτή. Έμοιαζε με το ποιο πολύτιμο πράγμα που είχε δει ποτέ της. Φώναξε τον άνδρα της. ‘Γιώργο, κοίτα μήπως δεν βλέπω καλά! Το καημένο… Να το βοηθήσουμε!’ Ο Γιώργος βλέποντας την κακοκαιρία τη ρώτησε. ‘Εσύ τί θέλεις να κάνεις; Από κάποιο σπίτι θα το έσκασε.’ Η γυναίκα για λίγη ώρα συνέχισε να ακουμπά με την μύτη της το παράθυρο και να κοιτά το τόσο αταίριαστο ζώο να το χτυπά η φύση αλύπητα…

Και τότε σαν να χτύπησε κάτι μέσα της. Ένας συναγερμός. Βούτηξε δυο φέτες ψωμί, τις τύλιξε μέσα σε μια χαρτοπετσέτα. Ντύθηκε σαν κρεμμύδι και βγήκε έξω. Εκείνη προχωρούσε και είχε ευθεία μπροστά της αν και μακριά της, το κίτρινο εξωτικό πλάσμα. ‘Σαν να έχει βγει από παραμύθι. Σαν να άνοιξε κατά λάθος μια πόρτα παράλληλη από ένα άλλο σύμπαν… Σαν να χάθηκε ενώ πήγαινε στον παράδεισο’ σκεφτόταν ενώ περπατούσε προσεκτικά ανάμεσα στα πεύκα.

Το πλησίασε. Εκείνο τρόμαξε, βλέποντας την ανθρώπινη φιγούρα. Έφυγε. Η γυναίκα έκανε αυτό για το οποίο είχε αποφασίσει να αφήσει τη δική της φωλιά για λίγο. Του άφησε φαγητό, μοιράστηκε λίγο από το χρόνο της για να το βοηθήσει. Δεν είχε άλλη δύναμη, ούτε ήξερε τι άλλο να κάνει. Αλλά εκείνο είχε τρομάξει. Μάλλον του είχαν κάνει κακό στο πρόσφατο παρελθόν… κάποιοι σκοτεινοί τύποι που της έμοιαζαν. Η γυναίκα έφυγε πατώντας στα βήματα που είχε κάνει πριν αφού το χιόνι τώρα είχε αυξηθεί και τα ίχνη γρήγορα σκεπάζονταν. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της. Από το παράθυρο του σπιτιού της ίσα που διέκρινε τον άνδρα της να κοιτάζει με αγωνία. Ανέβηκε πάνω. Τον αγκάλιασε… ‘Έφυγε… το τρόμαξα. Μάλλον θα πεθάνει!’ του είπε.

‘Αν πρέπει να γίνει θα γίνει… κάποια πράγματα ή μάλλον, πολλά πράγματα δεν τα ελέγχουμε. Πρέπει σιγά-σιγά να το συνηθίσεις αυτό…’ της είπε και τη φίλησε στο μέτωπο.

Η γυναίκα ξαναπήγε στο παράθυρο. Αυτό το υπέροχο γεμάτο φως πλάσμα πέταξε μπροστά από το παράθυρό της, έκανε τρεις κύκλους και δεν το ξανάδε ποτέ… Μάλλον είχε φάει λίγο από το ψωμί που του είχε δώσει.

Tuesday, January 09, 2007

Το Φτερό...

Την είχαν φέρει χρόνια πριν δώρο στον παππού και τη γιαγιά. Ο αδερφός του ο φιλόλογος ο κοσμογυρισμένος. Λίγο πριν τον πόλεμο. Στεκόταν πάντα στητή, γεμάτη περηφάνια και με μια μικρή μελαγχολία στο βλέμμα. Ήταν ζωγραφισμένη στο χέρι. Την είχαν πάντα στα ψηλά. Στο πιο ψηλό ράφι. Και πάντα ήταν ο μεγαλύτερος πειρασμός στο σπίτι. Για όλους. Μια πανέμορφη μπάμπουσκα… Με χρυσό μαντήλι με φλουριά και με μαβιά δαντέλα να αγκαλιάζει το όμορφο πρόσωπο με τα ξανθά μαλλιά και με τα φωτεινά μπλε μάτια. Δεν κοιτούσε ευθεία, αλλά κοιτούσε πάνω, ψηλά, σαν να περίμενε κάποιο μήνυμα, κάποια παρουσία να τη σώσει ή να της ανακοινώσει ευχάριστα νέα.

Γύρω της τυλιγμένο ροζ-φούξια φουστάνι με τόσο όμορφα φτιαγμένο σχέδιο που έμοιαζε αληθινό. Το ροζ-φούξια που λέγεται ότι μαλακώνει και θεραπεύει την καρδιά από τον πόνο του έρωτα. Και μπροστά στο στήθος της βρισκόταν ζωγραφιστός ένας καβαλάρης πάνω σε ιπτάμενο άλογο που έτρεχε πάνω από πόλεις και βουνά. Πάνω από τους γυαλιστερούς από πολύτιμα μέταλλα τρούλους εκκλησιών… Μάλλον αυτόν θα είχε στην καρδιά της… Μυστήρια αυτή η κούκλα. Δεν ήταν όπως οι άλλες… Και ποτέ δεν την είχαν αφήσει να παίξει, ποτέ δεν την είχαν αφήσει να την ‘ανοίξει’ ολόκληρη, να την ξεφλουδίσει. ‘Μπορώ να το αγγίξω;’ Ρωτούσε η μικρή με μάτια που έλαμπαν από πειρασμό, αλλά ούτε ο παππούς, ούτε η γιαγιά επέτρεπαν να το πειράξει. Μια φορά μόνο η γιαγιά της είπε ‘Θα το πάρεις μόνο όταν θα μπορέσεις να το εκτιμήσεις. Να εκτιμήσεις την αγάπη και τον κόπο που έχει να την καταφέρεις να την έχεις… ’

Πράγματι, όταν πέθανε η γιαγιά είχε αφήσει εντολή να δώσουν αυτή την ξύλινη καλλονή στα χέρια της εγγονής της. Εκείνη, χωρίς να περιμένει το αναπάντεχο δώρο, συγκινημένη άγγιξε μετά δάκτυλά της τις καμπύλες του καμπυλόγραμμου αντικειμένου που ζωντάνευε μέσω της περίτεχνης ρώσικης, λαϊκής ζωγραφικής. Και επιτέλους, για πρώτη φορά στη ζωή της, άγγιξε το αντικείμενο χωρίς να φοβάται ότι θα την πιάσουν στα πράσα. Το άνοιξε στη μέση απαλά και εκείνο άρχισε σιγά-σιγά να της ξετυλίγει απλόχερα τα μυστικά του. Η εξωτερική κούκλα ήταν και η περισσότερο σκούρα και πληγωμένη από τον χρόνο ενώ οι μικρότερες, προστατεύονταν από την μεγαλύτερη.

Η κάθε μια κούκλα που άνοιγε εξιστορούσε τον έρωτα ανάμεσα στην πανέμορφη κοπέλα και τον ηρωικό νέο που ταξίδευε στα πέρατα της γης συναντώντας και αντιμετωπίζοντας κάθε είδους δυσκολία για να βρει την αγαπημένη του, αφού τους είχε χωρίσει μια κακιά μοίρα. Συνάντησε τα φτερωτά πουλιά του ανέμου, που του έδωσαν κατευθύνσεις μιλώντας ανάποδα και εκείνος αναγκάστηκε και έκανε το ίδιο ταξίδι δυο φορές. Συνάντησε την νεράιδα της θάλασσας, που προσπάθησε να τον σαγηνεύσει, ώστε να ξεχάσει την αγαπημένη του. Συνάντησε και αντιμετώπισε το μεγαλύτερο θηρίο που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει, ένα τέρας ίσα με ένα νησί, όπου πάνω του κατοικούσαν άνθρωποι, και αντί να το σκοτώσει, κατάφερε να το κοιμίσει και να απαλλαχτεί από τον φόβο του ολόκληρη η περιοχή. Αλλά εκείνος συνέχισε το ταξίδι. Έπρεπε να τη βρει. Το καράβι που ανέβηκε τον ταλαιπώρησε τόσο… μέσα στην τρικυμία και την φουρτούνα. Και επιτέλους, βρήκε το μαγικό κουτί. Το κρυμμένο μαγικό κουτί που φιλούσε το κλειδί της καρδιάς της αγαπημένης του, ώστε να την ελευθερώσει και την ίδια στιγμή να ελευθερωθεί και αυτός. Το κλειδί δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα φτερό. Αφού το φτερό συμβολίζει την ελευθερία, την αγάπη και την θεϊκή μας ποιότητα. Και τότε η εγγονή κατάλαβε… τη δύναμη της επιλογής της αληθινής αγάπης.

Wednesday, January 03, 2007

Το μήνυμα

‘Θα τα καταφέρω… φέτος;’ Η Ευγενία καθόταν μπροστά στον καθρέπτη του μπάνιου της. Μόλις είχε κάνει ένα ζεστό χαλαρωτικό ντους και απλά καθόταν και κοιτούσε τη μισό-κρυμμένη, από άχνη νερού, φιγούρα της στον καθρέπτη. Οι υδρατμοί που είχαν σχηματιστεί από το ζεστό νερό είχαν σκεπάσει τα μαρμάρινα πλακάκια του μπάνιου. Από μακριά ακούγονταν ανακουφιστικά στα αυτιά της οι θόρυβοι της μεγαλούπολης, κόρνες και θόρυβοι αυτοκινήτων.

Είχαν ήδη μπει στο έτος 2011. Πριν μια ώρα βρισκόταν μονάχη της στο κέντρο της αρχαίας πρωτεύουσας και γιόρταζε ανάμεσα στο πλήθος. Στη θάλασσα του κόσμου που αγκαλιάζονταν, φιλιόνταν, χαμογελούσαν, έπιναν. Και εκείνη εκεί, ανάμεσα σε ξένους από διάφορα μήκη και πλάτη της γης, με διαφορετική γλώσσα, με μια διαστροφή που οδηγούσε την μοναξιά της σε απύθμενα μονοπάτια. Δεν γέλασε, δεν χόρεψε όταν άκουσε ‘2011’ αφού αμέσως της ήρθε στο νου το ημερολόγιο των Ίνκας που τελείωνε μετά από χιλιετίες και όλοι, ακόμα και το CNN είχε κάνει σχετικό ρεπορτάζ, είχαν τρομάξει για τις συνέπειες αυτής της ημερολογιακής διακοπής που σήμαινε, το λιγότερο το τέλος μιας εποχής. Και εκείνη το φοβόταν και είχε υποσχεθεί από τα δεκαοκτώ της ότι το 2011 θα ταξίδευε, για να πεθάνει σε ταξίδι, αφού πίστευε ότι ο κόσμος δεν θα ήταν όπως πριν… Πως ήρθαν έτσι τα πράγματα, και πράγματι, ο κόσμος όπως τον είχε συνηθίσει για καιρό είχε αλλάξει. Εκείνη μόλις είχε χωρίσει από τον αρραβωνιαστικό της για μια ανόητη αιτία, είχε τσακωθεί με τους γονείς της για τις επιπόλαιες κινήσεις της και όλα αυτά μέσα σε ένα μήνα, λίγο πριν το 2011. Τελευταία στιγμή αποφάσισε να φύγει. Δεν ήθελε να πάει σε κανένα ρεβεγιόν, σε κανένα πάρτυ, ούτε να κλειστεί μέσα στο σπίτι και να κλαίει τη μοίρα της βλέποντας κονσέρβα στην τηλεόραση. Μάλλον ήταν το δικό της συμβολικό τέλος της αθωότητας.

Αφού έβαλε τις κρέμες της, τις μυρωδιές της που τόσο την χαλάρωναν και ήταν φρέσκο-αγορασμένες, κοίταξε από το παράθυρό της. Βρισκόταν στο κέντρο της Ρώμης στον έκτο όροφο ενός μικρού παλιού ανακαινισμένου ξενοδοχείου. Κοίταξε τις κεραμιδένιες στέγες των παλιών κτιρίων. Ήταν τόσο ταιριαστά όλα αυτά μπροστά στα μάτια της. Θυμήθηκε την ώρα της αλλαγής του χρόνου, ότι είδε μια υγρή ματιά να καθρεφτίζεται πάνω στα δικά της μάτια. Ήταν ένας άνδρας που ήταν τόσο μόνος, όπως εκείνη. Αλλά παρά τη μοναξιά της, δεν το ρίσκαρε… Δεν ήθελε καμία συναισθηματική φόρτιση, καμία καινούργια συναισθηματική προσέγγιση στη ζωή της. Της έφτανε η μοναξιά της, οι ενοχές της, η δική της αγανάκτηση για όσα έκανε και για όσα δεν έκανε. ‘Όλα καλά θα πάνε’ επανέλαβε τουλάχιστον εκατό φορές σαν προσευχή. Είχε στείλει εδώ και τρεις μέρες μήνυμα στον Άρη, αλλά ήξερε ότι έφταιγε και δεν ήθελε να περιμένει απάντηση. Του είχε στείλει μήνυμα ενώ καθόταν και περίμενε την πτήση της και τα μάτια της είχαν πλημμυρίσει δάκρυα ‘Συγνώμη, σ’ αγαπώ.’ Κατάπιε με δυσκολία. Πήρε μια βαθειά ανάσα. Φόρεσε τις σατέν κόκκινες, στο χρώμα του κρασιού, ανδρικές μπιζάμες της και έπεσε για ύπνο στο αναπαυτικό κρεβάτι. Η τηλεόραση έπαιζε κονσέρβα ιταλικής κατασκευής και το κινητό της είχε μήνυμα από τον Άρη. ‘Καλή Χρονιά!’ ακούστηκε ακόμα μια φορά στα Ιταλικά σε αυτή την πρωτεύουσα του κόσμου…