Snow globe
Μια φορά και έναν καιρό, λίγο καιρό πριν, δηλαδή τον
τελευταίο μεγαλύτερο χειμώνα όλων των εποχών, σε αυτή τη μικρή γωνιά του
πλανήτη τα πράγματα δεν ήταν εύκολα για τους κατοίκους που είχαν μάθει να
χαμογελούν και να ζουν ξένοιαστα στον ηλιόλουστο τόπο. Εκείνο τον βαρύ χειμώνα
λοιπόν, ο κόσμος έχανε τις δουλειές του, δεν ήξερε τι κακό θα του συμβεί την
επόμενη μέρα και οι κυβερνώντες διέλυσαν στο πέρασμά τους ότι καλό είχε μείνει.
Ο κόσμος που είχε μάθει να χαίρεται και να απολαμβάνει τη στιγμή, είχε φοβηθεί
και είχε απελπιστεί. Όλοι στα σπίτια τους μαζεμένοι, με το πάλαι ποτέ, γεμάτο
ζωή και κίνηση, κέντρο της πόλης να μοιάζει με ένα καμένο στέμμα, φάντασμα της παλιάς
ζωής με τα κλειστά του καταστήματα και τα καμένα και λεηλατημένα μαγαζιά. Ο κόσμος
περπατούσε βιαστικά και φοβισμένα, εκεί που άλλοτε ξενυχτούσε και περπατούσε
ξένοιαστα και περήφανα. Και μέσα στα σπίτια; Μέσα στα σπίτι τα βράδια ο κόσμος ψιθύριζε με αγωνία
για το επώδυνο παρόν και το απρόβλεπτο μέλλον.
Και σε εκείνο το σπίτι, σε
εκείνη τη σκοτεινή γειτονιά το ίδιο συνέβαινε οι γονείς φοβισμένοι προσπαθούσαν
να κρατήσουν την ψυχραιμία τους μέσα στην θύελλα κακών που άκουγαν καθημερινά. Αλλά
σε αυτό το μικρό δωμάτιο, κάτι παράξενο γινόταν. Ένα παιδί, ένα μικρό παιδί
έφτιαχνε νέους κόσμους. Είχε καταφέρει και είχε βρει ένα κλειδί και είχε μπει
σε μια κρυστάλλινη σφαίρα, όπου ήταν φωτεινή, ο ήλιος πάντα φώτιζε εκεί μέσα,
το χορτάρι ήταν πράσινο, είχε ένα δέντρο και μια κούνια από σχοινί, μια θάλασσα
με δελφίνια και λευκά πολύ λευκά σύννεφα, σαν πουπουλένια μαξιλάρια, και πάνω
από όλα, κρατούσε ένα κόκκινο μπαλόνι.
Όμως
οι γονείς της ήθελαν να αντιμετωπίσει αυτόν τον κόσμο, να γίνει σκληρή, να
επιβιώσει, να την βοηθήσουν. Και βγήκε από την σφαίρα για να τους κάνει το χατίρι,
δεν ήξερε πως αλλιώς, βγήκε και είδε συννεφιά, κρύο, δακρυγόνα, βία, επίθεση
και ένιωσε έναν τεράστιο πόνο στα δυο της μάτια. Πόνος αγιάτρευτος, τόσος, που
έχασε την όρασή της, έτσι ξαφνικά όπως είπαν οι δικοί της στη γειτονιά. Την άφησαν
ξανά λοιπόν στο δωμάτιό της, στη δική της θάλασσα, στο δελφίνι, στην κούνια,
στο λιβάδι, εκεί που όλα έχουν φως και χρώματα που πλέον δεν βλέπει, αλλά
νιώθει, τα νιώθει μέσα από την ψυχή της.
Credit: Shutterstock