Wednesday, February 29, 2012

Snow globe

Μια φορά και έναν καιρό, λίγο καιρό πριν, δηλαδή τον τελευταίο μεγαλύτερο χειμώνα όλων των εποχών, σε αυτή τη μικρή γωνιά του πλανήτη τα πράγματα δεν ήταν εύκολα για τους κατοίκους που είχαν μάθει να χαμογελούν και να ζουν ξένοιαστα στον ηλιόλουστο τόπο. Εκείνο τον βαρύ χειμώνα λοιπόν, ο κόσμος έχανε τις δουλειές του, δεν ήξερε τι κακό θα του συμβεί την επόμενη μέρα και οι κυβερνώντες διέλυσαν στο πέρασμά τους ότι καλό είχε μείνει. Ο κόσμος που είχε μάθει να χαίρεται και να απολαμβάνει τη στιγμή, είχε φοβηθεί και είχε απελπιστεί. Όλοι στα σπίτια τους μαζεμένοι, με το πάλαι ποτέ, γεμάτο ζωή και κίνηση, κέντρο της πόλης να μοιάζει με ένα καμένο στέμμα, φάντασμα της παλιάς ζωής με τα κλειστά του καταστήματα και τα καμένα και λεηλατημένα μαγαζιά. Ο κόσμος περπατούσε βιαστικά και φοβισμένα, εκεί που άλλοτε ξενυχτούσε και περπατούσε ξένοιαστα και περήφανα. Και μέσα στα σπίτια; Μέσα στα  σπίτι τα βράδια ο κόσμος ψιθύριζε με αγωνία για το επώδυνο παρόν και το απρόβλεπτο μέλλον.

Και σε εκείνο το σπίτι, σε εκείνη τη σκοτεινή γειτονιά το ίδιο συνέβαινε οι γονείς φοβισμένοι προσπαθούσαν να κρατήσουν την ψυχραιμία τους μέσα στην θύελλα κακών που άκουγαν καθημερινά. Αλλά σε αυτό το μικρό δωμάτιο, κάτι παράξενο γινόταν. Ένα παιδί, ένα μικρό παιδί έφτιαχνε νέους κόσμους. Είχε καταφέρει και είχε βρει ένα κλειδί και είχε μπει σε μια κρυστάλλινη σφαίρα, όπου ήταν φωτεινή, ο ήλιος πάντα φώτιζε εκεί μέσα, το χορτάρι ήταν πράσινο, είχε ένα δέντρο και μια κούνια από σχοινί, μια θάλασσα με δελφίνια και λευκά πολύ λευκά σύννεφα, σαν πουπουλένια μαξιλάρια, και πάνω από όλα, κρατούσε ένα κόκκινο μπαλόνι.  
Όμως οι γονείς της ήθελαν να αντιμετωπίσει αυτόν τον κόσμο, να γίνει σκληρή, να επιβιώσει, να την βοηθήσουν. Και βγήκε από την σφαίρα για να τους κάνει το χατίρι, δεν ήξερε πως αλλιώς, βγήκε και είδε συννεφιά, κρύο, δακρυγόνα, βία, επίθεση και ένιωσε έναν τεράστιο πόνο στα δυο της μάτια. Πόνος αγιάτρευτος, τόσος, που έχασε την όρασή της, έτσι ξαφνικά όπως είπαν οι δικοί της στη γειτονιά. Την άφησαν ξανά λοιπόν στο δωμάτιό της, στη δική της θάλασσα, στο δελφίνι, στην κούνια, στο λιβάδι, εκεί που όλα έχουν φως και χρώματα που πλέον δεν βλέπει, αλλά νιώθει, τα νιώθει μέσα από την ψυχή της.    
Credit: Shutterstock

Sunday, February 12, 2012

Η μαγική ισορροπία της αταξίας (μαθήματα από μικρούς ανθρώπους)


Κυριακή απόγευμα, ο ήλιος φωτίζει το παιδικό δωμάτιο. Η μικρή χοροπηδάει πάνω στις ακτίνες που πέφτουν στο δωμάτιο.

«Πατάω τον ήλιο μαμά!»

«Όχι, αυτές είναι οι ακτίνες του.»

«Και ο ήλιος θα έρθει μέσα;»

«Όχι, είναι ψηλά στον ουρανό, φεύγει τώρα.»

«Κοντά στον Θεούλη, με το μεγάλο μάτι που μας κοιτάει;»

«Ναι, θα πάει για ύπνο και θα έρθει το φεγγάρι με τα αστέρια να μας κάνουν παρέα τώρα.»  

Σημερινός διάλογος…

Για πολλά χρόνια φρόντιζα όλα να άψογα στο δικό μου μικρό εγωκεντρικό σύμπαν, στο χώρο μας. Οι εργασίες, οι δουλειές μου, η συμπεριφορά μου, όλα καλά δουλεμένα και προσεγμένα, όσο γινόταν. Το σπίτι σε τέλεια τάξη για να μπορώ να συγκεντρωθώ καθημερινά στα γραπτά μου.  

Και μετά ήρθε ο μικρός άνθρωπος! Αρχικά έκανε την παρουσία της αισθητή με κλάματα και φωνούλες στο δωμάτιό της. Μετά την έβαζα στο σαλόνι πάνω σε μια πολύχρωμη κουβέρτα με μαξιλάρια να την κρατούν και πολύχρωμα αντικείμενα που κουδούνιζαν να μπορεί να αγγίζει, αφού δεν μπορούσε να στηριχθεί. Ύστερα ήρθε η ώρα που άρχισε να μπουσουλάει …  Και μετά, σιγά-σιγά, όσο εκείνη μεγάλωνε, τόσο εξαφανίζονταν αντικείμενα διακοσμητικά και τόσο αυξάνονταν οι κουβέρτες, τα καλύμματα. Το σπίτι δεν έχει τίποτα περιττό πλέον πάνω του. Μόνο τα βασικά και τα λειτουργικά.

Έτσι είμαστε και σήμερα, μόνο που σήμερα τρέχει πάνω κάτω σε όλο το σπίτι. Παίζει και ταυτόχρονα πετάει τα παιχνίδια της, μαγειρεύει στο χαλί της κουζίνας χτυπώντας τις κατσαρόλες με κουτάλια, ζωγραφίζει στο τραπεζάκι του σαλονιού με πινέλα και αναμειγνύει χρώματα, πειραματίζεται με τα κραγιόνια της και στο πάτωμα, βουτάει το οτιδήποτε δεν μπορούμε να φανταστούμε, μας διεκδικεί έντονα όταν δεν της δίνουμε σημασία, από απλή φωνή και ευγένεια μέχρι τεράστιες φωνές και ταυτόχρονα νάζια, πλέον ζούμε σε ένα σύμπαν πολύ διαφορετικό.  

Σκεφτείτε, όσο δύσκολο και αν είναι να γράφεις ένα κείμενο, σκεφτείτε πως είναι να γράφεις και να έχεις στην αγκαλιά σου ένα παιδί που ταυτόχρονα στριφογυρίζει στην πλάτη του καθίσματος και σε αγκαλιάζει ενώ ταυτόχρονα φοράει ένα νυχτικό στο κεφάλι της, τόσο απολαυστική είναι αυτή η διαδικασία και δεν ξέρω πως, αλλά βρίσκομαι σε μεγαλύτερη εγρήγορση και διαύγεια για να κάνω πράγματα σχεδόν ολόκληρη τη μέρα.  

Αυτό που διαπιστώνω καθημερινά είναι ότι όσο μεγαλώνει εκείνη, τόσο πετάμε από πάνω μας όσα τυπικά και άχρηστα είχαμε βάλει ή μας είχαν βάλει με το ζόρι, πάνω μας χωρίς λόγο. Όσα δεν είναι δικά μας ξεκολλάνε με έναν μαγικό τρόπο και μένει η ουσία. Γελάμε μαζί της χωρίς λόγο, έτσι, γιατί το νιώθουμε, χωρίς να περιμένουμε κανένας να μας πει μπράβο ή να μας καταλάβει, ξαπλώνουμε η μια δίπλα στην άλλη, στο χαλί και για λίγη ώρα δεν μιλάμε, απλά ακούμε την σιωπή, δεν χρειάζεται κανένας να ασχοληθεί μαζί μας  και το αγαπημένο μας, ουρλιάζουμε δυνατά, φωνάζοντας ‘ΑΑΑΑΑΑΑΑ’ για ώρα, και να προσπαθεί η μια να ξεπεράσει τη φωνή της άλλης όταν μας έρθει και δεν μας νοιάζει καθόλου αν μας κοιτάνε στο πάρκο.  

Δεν ξέρω αν κανείς διαβάζει όσα γράφω, απλά στις μέρες μας, σε τέτοιες κοσμοιστορικές και τόσο επώδυνες αλλαγές που ζούμε, μπορώ να σας μοιραστώ αυτό που νιώθω: Tο να είμαστε αληθινοί με τα θέλω μας και τις επιθυμίες μας, σήμερα, τώρα και όχι αύριο, να είμαστε αυθόρμητοι, να απολαμβάνουμε τη στιγμή, την παρέα, την αγάπη, όπως κάνουν εκείνοι, οι σοφοί μικροί άνθρωποι που είναι κοντά μας (είτε δικοί μας είτε δικών μας ανθρώπων), είναι απαραίτητη συνθήκη για να νιώθουμε άνθρωποι, κάτι που μας βοηθά να αντέχουμε και να συνεχίζουμε.

Με αγάπη και φωτεινή αγκαλιά (σε μια ακόμα πολύ δύσκολη νύχτα για όλους μας σαν έθνος),

Αλεξάνδρα
(Painting: The Holographic Tree by Iona Miller, 1993)

Thursday, February 09, 2012

O Ήλιος Μπήκε Μέσα Στο Σπίτι




Η Χαρά, όνομα και πράγμα, ήταν μαζί με τον Πέτρο αρκετά χρόνια. Φτιάχνανε το σπίτι τους, ένα υπέροχο διαμέρισμα με βεράντα σε μια όμορφη πολυκατοικία της δεκαετίας του ’50 με μάρμαρα, ξύλινα πατώματα, ξύλινο με λεπτομέρειες από μπρούτζο ασανσέρ, ένα κρυμμένο στολίδι στην άγρια και ταυτόχρονα τρομοκρατημένη Αθήνα, δηλαδή η Χαρά το επισκεύαζε, αφού της το είχε χαρίσει η γιαγιά της. Πήγαινε κάθε βδομάδα και το έφτιαχνε σιγά-σιγά το έβαφε, του έβαζε έπιπλα και η ζωή τους κυλούσε φαινομενικά ήρεμα. Όμως, μια μέρα, ο Πέτρος εξαφανίστηκε. Κυριολεκτικά έφυγε από τη ζωή της, χωρίς να της πει ούτε μια κουβέντα. Πλήρωσε τους λογαριασμούς του, πήρε μια βαλίτσα μπλε και δεν επέστρεψε ποτέ.

Στο μεταξύ, η Χαρά κλείστηκε, αρρώστησε και δεν το παραδεχόταν ούτε στον ίδιο της τον εαυτό. Φορούσε μόνο μαύρα και συνήθισε να περπατάει με έναν κόμπο στο λαιμό της. Και όταν την συνάντησα, τρόμαξα να τη γνωρίσω. Είχε αδυνατήσει, είχε χάσει τη φρεσκάδα και το χαμόγελό της. Μέχρι τη μέρα που της είπαν να πάει να δει το σπίτι της γιαγιάς επειγόντως, αφού μετά την πρόσφατη καταιγίδα, ακούγονταν θόρυβοι από τα παραθυρόφυλλα και ενοχλούσαν τους γείτονες.

Η Χαρά πήγε με το πάσο της, μια ηλιόλουστη αλλά παγωμένη Κυριακή με βαριά καρδιά. Ξεκλείδωσε τρεις φορές την παλιά πόρτα που έτριξε στο άνοιγμα. Αρχικά, τα μάτια της συνάντησαν σκοτάδι πλήρες. Μετά διέκρινε με τα μάτια της μνήμης, ένα καθιστικό και την κουζίνα και τον απέναντι τοίχο, έναν τοίχο γεμάτο ξύλινα παραθυρόφυλλα που μερικά από αυτά έμοιαζαν να είχαν μισό-ανοίξει, σκόνταψε μπροστά στο τεράστιο τασάκι που ήταν γεμάτο με τα αποτσίγαρα που είχε παρατήσει κάτω στο πάτωμα, όταν εκείνος την είχε αφήσει. Μετά άκουσε το θόρυβο και τρόμαξε, όμως κατευθύνθηκε προς τα παράθυρα. Άκουσε την καρδιά της να κάνει αντίλαλο στο χώρο. Άρχισε να ανοίγει ένα-ένα διαδοχικά τα παραθυρόφυλλα.

Και το φως, το άπλετο φως του ήλιου άρχισε να φωτίζει σε τεράστιες λωρίδες το χώρο μέχρι που ολόκληρος ο ήλιος μπήκε στο σπίτι. Η Χαρά ανακουφίστηκε. Έκλεισε τα μάτια της ενώ ο ήλιος της χάιδευε το πρόσωπο και τα βλέφαρα. Δεν ήξερε πόση ώρα κάθισε έτσι. Όμως… κάτι δεν της ερχόταν καλά. Έπρεπε να δει έξω, να βγει στο μπαλκόνι και… τι να δει! Ένα μπαλκόνι γεμάτο με λουλούδια ανθισμένο! Ζουμπούλια, υάκινθοι, νεραγκούλες, το μπαλκόνι της ήταν ένας κήπος γεμάτος αρωματικά λουλούδια και πολύχρωμους συνδιασμούς…  Δεν είναι δυνατόν, τα είχε ξεχάσει όλα όσα είχε φτιάξει και είχε παρατήσει. Όσο εκείνη κοιτούσε μόνο μέσα της, η ζωή συνεχιζόταν και όλα ομόρφαιναν γύρω της, ερήμην της. Γονάτισε. Άρχισε να αγγίζει τα πέταλα και να χαϊδεύει το κάθε λουλούδι ξεχωριστά, σαν να το ευχαριστούσε. Επιτέλους ξαναζούσε, η πληγή είχε γιατρευτεί.

Από αυτό το σπίτι δεν ξαναέφυγε. Μετακόμισε και είναι τόσο ευτυχισμένη εκεί. Κοιμάται με τα παραθυρόφυλλα ανοιχτά, θέλει να την ξυπνάει ο ήλιος και να βλέπει τα ανθισμένα λουλούδια της, έτσι και αλλιώς δεν φοβάται κανέναν και τίποτα πλέον, το μπαλκόνι της είναι στον 4ο όροφο.





Κάπου διάβασα την παρακάτω φράση και θυμήθηκα την ιστορία που μόλις σας αφηγήθηκα, την ιστορία της Χαράς. “God doesn’t give you the people you want, he gives you the people you need. To hurt you, to help you, to leave you, to love you and to make you the person you were meant to be.”

Με την ευχή να αγαπάμε καθημερινά τον εαυτό μας (ώστε να μπορούμε να δώσουμε και στους άλλους), παρά τα χτυπήματα της ζωής σε κάθε επίπεδο, και με τη γνώση ότι αυτοί που αντέχουν και επιζούν κάνουν τη διαφορά στη ζωή…

Με αγάπη και φωτεινή αγκαλιά,

Αλεξάνδρα





Wednesday, February 08, 2012

Κάτι...




Κάτι!

Σχεδόν κάθε μέρα πηγαίνουμε βόλτα με την κορούλα μου. Δεν μας νοιάζει εάν χιονίζει, εάν κάνει κρύο, σχεδόν καθημερινά μια ώρα είναι η δική της μαγική ώρα για το παιχνίδι. Παρατάμε τα πάντα, εκείνη κάθεται πρόθυμη να την ντύσω, να την κουκουλώσω και μετά… με ιαχές χαράς και επιθυμίας, ξεχυνόμαστε έξω! Περπάτημα, ποδήλατο, κούνια, τραμπάλα, τσουλήθρα. Ο κρύος αέρας είναι κρύος, αλλά το παιχνίδι, παιχνίδι είτε μόνη, είτε με άλλα παιδιά, είτε μαζί μου.

Και μετά, αφού χορτάσει παιχνίδι, δεν γυρίζουμε σπίτι. Όχι, με προσήλωση ψάχνουμε. Περπατάμε, και κάθε φορά αναζητούμε να ανακαλύψουμε ‘κάτι’ όπως λέει και εκείνη… μια πολύχρωμη χαρούμενη πέτρα, ένα καραβοτσακισμένο κίτρινο λουλουδάκι, ένα κέλυφος από ένα σαλιγκαράκι που αποφάσισε να πάει στα ξένα, κάτι. Και όταν το βρούμε, όταν εκείνη μόνο νιώσει ότι βρήκε αυτό που ψάχνει, το κοιτάζει με περισσή περηφάνια και το κρατάει στα χέρια της θαυμάζοντάς το. Είναι όλα καλά μέσα της. Πλέον επιστρέφουμε πίσω στο σπίτι με κόκκινα μάγουλα και εσωτερική ικανοποίηση και γαλήνη.

Αναρωτιέμαι λοιπόν, πόσο σοφά είναι τα παιδιά, πόσο αφήνουν την καρδιά τους να γεμίσει με την ουσία της ζωής, αγγίζουν καθημερινά το Θεό με τα μάτια τους και τα ακροδάχτυλά τους, θέλουν κάτι τόσο λίγο να είναι ευτυχισμένα, χαρούμενα, τελικά πλήρη. Θέλουν να τους αφήσουμε χώρο και απλά να τα παρατηρήσουμε. Και εκείνα μας κάνουν δώρο, ‘κάτι’, μόνο κάτι…  

Μήπως θα πρέπει καθημερινά και εμείς να βρίσκουμε αυτό που μας κάνει ποιο γαλήνιους, ποιο πλήρεις; Ένα βιβλίο, μια δημιουργική δραστηριότητα, μια απολαυστική κουβέντα. 

Άραγε, ποιο ήταν το δικό σου 'κάτι' μόνο για σήμερα; 

Με αγάπη, κόκκινα μάγουλα και φωτεινή αγκαλιά,

Αλεξάνδρα


Sunday, February 05, 2012

Παράξενοι ταξιδιώτες…

Περπατώ στο κέντρο της Αθήνας, δεν μιλάω για την Ομόνοια και τα γύρω αυτής που την έχουν παρατήσει στην τύχη της χρόνια τώρα, μιλάω για την Ακαδημίας, την Πλατεία Κολοκοτρώνη και βλέπω ανθρώπους άστεγους να απλώνουν το χέρι. Ζευγάρια άστεγων που περπατάνε βιαστικά στο πουθενά, κουβαλάνε τα πράγματά τους σε καραβοτσακισμένες βαλίτσες, τα λιγοστά τους υπάρχοντα. Βλέπω τα πρόσωπά τους γεμάτα απόγνωση και ένα παγωμένο παράξενο βλέμμα, κοιτούν μπροστά. Μακάρι να βρουν καταφύγιο απόψε…

Καταστήματα κλειστά παντού. Μέσα στο κέντρο της Αθήνας. Φυσική κατάληξη λεηλασίας του Κέντρου μετά από τόσα χρόνια διαδηλώσεων, σπασιμάτων, φορολογίας, τελικά απόλυτης έλλειψης καταναλωτικού κοινού.

Εμείς στην Ελλάδα, δεν έχουμε συνηθίσει σε τέτοιες εικόνες. Μας πονάνε αυτές οι εικόνες στο φιλότιμο. Μια σιωπή, ένας βουβός πόνος αυτό το κομμάτι του κέντρου.

Και μετά ένας αγαπημένος μου άνθρωπος, μου λέει τα νέα που διάβαζα και εγώ σήμερα. «Ξέρεις, κάθε βράδυ άνθρωποι καλοντυμένοι μένουν στο Αεροδρόμιο προσποιούμενοι ότι ταξιδεύουν, ενώ κουβαλούν όλα τους τα υπάρχοντα. Πλένονται, κοιμούνται στο Αεροδρόμιο και μετά την άλλη μέρα επιστρέφουν στην Αθήνα μέχρι να σκοτεινιάσει. Είναι νέο-άστεγοι και άμαθοι στο δρόμο, φοβούνται να μείνουν στο κέντρο και έτσι προσποιούνται τους ταξιδιώτες.» Ταξιδιώτες του πόνου αλλά και της απόλυτης αξιοπρέπειας, θα τους χαρακτήριζα. Κρατούν τα προσχήματα με λύσσα, να αντέξουν, καθώς πρέπει να βρουν άκρη με τον εαυτό τους και την κατάσταση που πρέπει να αντιμετωπίσουν, όπως όλοι μας εδώ μέσα, σε αυτό το καζάνι που κοχλάζει.

«Πρέπει να δημιουργήσει ο καθένας τον εαυτό του από την αρχή για το καλό όλων… να πετάξει τα παλιά τα περιττά και να χτίσει την ουσία του.» αυτή είναι η αλήθεια που συζητάμε  όλοι μας, τώρα πρέπει να γίνει πράξη. Και ήδη γίνεται, ο Έλληνας είναι φιλάνθρωπος, βοηθάει, μοιράζεται μέσω οργανώσεων που συντονίζουν, βοηθούν άστεγους, ιδρύματα. (όπως η κοινοφελής κοινότητα «Μπορούμε»). Ο Έλληνας δίνει ζωή στο θαμμένο Κέντρο της Πόλης (λ.χ., το facebook γκρουπ 'Κάθε Σάββατο στην Αθήνα').  Ο Έλληνας είναι πολυμήχανος, δημιουργεί από το μηδέν, φτιάχνει την νέα Ελλάδα και θέλει να την παρουσιάζει στην παγκόσμια αρένα όπως ακριβώς της αξίζει (Peter Economides, ‘Rebranding Greece’). Αντέχουμε, προσφέρουμε, δημιουργούμε. Αυτό χρειαζόμαστε...
Σταματάω να σκέφτομαι.Το ζεστό πράσινο τσάι ήρθε, η κουβέντα εγκάρδια... Είμαι  δυο στενά ποιο πάνω,  στην ‘κανονική’ Αθήνα που θυμάμαι. Φώτα, κίνηση, αυτοκίνητα, καφέ με κόσμο, χαμόγελο, μουσική, εδώ ο χρόνος έχει παγώσει. Έστω και για λίγο, ο κόσμος μοιάζει να λειτουργεί ξένοιαστα, χαλαρώνει, κουτσομπολεύει, εκμυστηρεύεται, μαλώνει πάνω από έναν καφέ, ένα κρασί… είναι ανακουφιστικό να νιώθεις ότι αντέχουμε, παρά τα χτυπήματα. Και είμαι σίγουρη ότι θα τα πάμε ακόμα καλύτερα.

A Prayer
Refuse to fall down
If you cannot refuse to fall down,
refuse to stay down.
If you cannot refuse to stay down,
lift your heart toward heaven,
and like a hungry beggar,
ask that it be filled.
You may be pushed down.
You may be kept from rising.
But no one can keep you from lifting your heart
toward heaven
only you.
It is in the middle of misery
that so much becomes clear.
The one who says nothing good
came of this,
is not yet listening.”   

- Clarissa Pinkola Estes, The Faithful Gardener: A Wise Tale About That Which Can Never Die