Thursday, May 31, 2007

Ενός λεπτού σκέψεις...

τίποτα άλλο...

Saturday, May 26, 2007

Γιατί πεθαίνουν οι μέλισσες;

Το έχετε σκεφτεί ποτέ; Όσο περνάει ο καιρός (και μένω κοντά σε μέρος με πεύκα) και κάθε χρόνο σε μεγαλύτερη έκταση, βρίσκω μπροστά στο σπίτι μου, στον κήπο και στο μπαλκόνι μου ετοιμοθάνατες μέλισσες και σφήκες, ανίκανες να αντιδράσουν, να με πειράξουν, να παίξουν, να γονιμοποιήσουν… ετοιμοθάνατες.

Μοιάζουν κουρασμένες, μπερδεμένες, αποπροσανατολισμένες… ναι, είναι τραγικό. Φανταστείτε εκατομμύρια μέλισσες να μην επιστρέφουν στις φωλιές τους, να αφήνουν απλά την βασίλισσα απροστάτευτη και τις νεότερες-άπειρες μέλισσες να κάνουν τη δουλειά τους.

Άλλοι λένε ότι φταίνε τα φυτοφάρμακα, άλλοι ένας μύκητας. Κάποιες θεωρίες ισχυρίζονται ότι οι συχνότητες των κινητών και όλων των υπολοίπων γκάτζετ που επιπλέουν στο διάστημα και άλλα που είναι ριζωμένα στη γη, μπερδεύουν την πλοήγησή τους. Μια άλλη θεωρία εκτιμά ότι επηρεάζει το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο της γης και οι έντονες αλλαγές που έχουν συμβεί στο πεδίο της Γης και θα συμβούν στα επόμενα χρόνια δημιουργούν αυτόν τον αποπροσανατολισμό… (το μεγαλύτερο πρόβλημα θνησιμότητας μελισσών στον κόσμο υπάρχει στις ΗΠΑ με τις μέχρι τώρα αναφορές).

Θεωρίες όλες, ωραιότατα τεκμηριωμένες, που καμιά τους δεν δίνει απάντηση ουσίας… Γιατί πεθαίνουν οι μέλισσες;

Προχθές πάλι, ανάμεσα στα μυρωδάτα λινά σεντόνια, από το τεχνητό άρωμα θαλασσινής φρεσκάδας μαλακτικό, βρέθηκε μια μεγάλη μέλισσα… Όλο το βράδυ ήταν κρυμμένη στα σεντόνια. Όταν την ανακάλυψα, εκείνη δεν είχε καν το κουράγιο να πετάξει. Ακούγεται, για κάποιους κυνικούς, αστείο, αλλά στενοχωρήθηκα. Άνοιξα την μπαλκονόπορτα και ακούμπησα, την απρόθυμη να πετάξει, μέλισσα στο πάτωμα.

Χωρίς να ξέρω γιατί, το προαίσθημα που είχα δεν ήταν καθόλου καλό… Είχε πει κάποτε ο Αινστάιν ‘αν αρχίσουν να πεθαίνουν οι μέλισσες, η ανθρωπότητα έχει τέσσερα χρόνια ζωής…’.* Αυτά τα ευλογημένα από το Θεό έντομα που μας δίνουν τόσα προιόντα τους απλόχερα και βοηθούν στην αναπαραγωγή της φύσης, εγκαταλείπουν τον πλανήτη…

Πάω να φάω λίγο μέλι τώρα στο γιαούρτι μου και να βγω να περπατήσω στο κοντινό αλσίλιο. Εύχομαι να δω καμιά πεταλούδα και καμιά μέλισσα πάνω σε λουλούδια να μαζεύει γύρη... Φιλιά πολλά!

*Δεν ξέρω αν αυτή η φράση είναι αληθινή ή είναι ‘urban legend’.

Θλίψη και από μένα για την αγωνίστρια http://fakellaki.blogspot.com/

Tuesday, May 22, 2007

Ο Αγώνας...

Επιτέλους επέστρεψα! Ευχαριστώ θερμά όλους τους φίλους που επισκέφθηκαν το διάφανο σπιτικό μου όσο ήμουν άρρωστη… Ειλικρινά ήταν μεγάλη μου χαρά που είδα τόσες όμορφες και προσωπικές ευχές για ανάρρωση, που έγινα γρηγορότερα καλά! Δόξα τω Θεώ, είμαι γερή, δυνατή και μάχιμη! Σας φιλώ όλους και σας ευχαριστώ θερμά!

Δυο δίδυμα αδέρφια βρίσκονται στην άκρη ενός χωριού. Ήδη είχαν περπατήσει ώρες, μέρες… Ούτε που μπορούσαν να θυμηθούν πλέον. Ο ένας ξαποσταίνει, ο άλλος κάθεται όρθιος, ανυπόμονος.

‘Τι με κοιτάς έτσι; Δεν θέλω να αισθάνομαι το διαπεραστικό βλέμμα σου να με βασανίζει έτσι. Άσε με… Για λίγο ξεκουράζω τα πονεμένα μου πόδια σε αυτή την πέτρινη γούρνα με το κελαριστό νερό και έρχομαι. Άσε το κορμί μου να ηρεμήσει πάνω σε αυτήν την τετράγωνη πέτρα. Να λιώσει από τον βουβό πόνο. Για λεπτά… Η φύση είναι όμορφη γύρω, είναι ακόμα όλα πράσινα και πάνω από όλα, σκιερά εδώ. Άσε την ψυχή μου να ξαποστάσει. Εσύ είσαι, από τότε που σε ανακάλυψα, ρωμαλέος, δυνατός, στητός στις τρικλοποδιές που μας συμβαίνουν. Μπορείς να βλέπεις από άλλο πρίσμα τα πράγματα. Το θνητό μου κορμί και η δική μου αδύναμη καρδιά, πάλι, όχι…’

Και συνέχισε τον μονόλογό του.

‘Τις προάλλες είδα στον ύπνο μου νερό, θάλασσα, ψάρια ζωντανά, καθάρισμα με κρυστάλλινο νερό αλλά και άδειασμα… τριαντάφυλλα κόκκινα. Λαχτάρες, πόνος και τελικά κάθαρση, το αίμα που έσταξε. Πονάω, το καταλαβαίνεις; Δεν πειράζει…’ και του επανέλαβε ‘Εσύ είσαι δυνατός… εγώ πάλι, όχι. Για σένα είναι όλα τόσο εύκολα…’

Ο αδερφός που καθόταν για ώρα βουβός και με κατεβασμένο κεφάλι, του απάντησε.

‘Πού το ξέρεις; Γιατί με κρίνεις τόσο εύκολα; Παλεύω χρόνια με τον εαυτό μου. Με τα θηρία που αντιμετωπίζω κάθε τόσο στο διάβα μου. Αλλά δεν τους επιτρέπω να τα φοβάμαι, δεν τρομάζω. Τα αντιμάχομαι και θα τα αντιπαλεύω πάντα… τα αγρίμια που μου στήνουν καρτέρι. Τα τέρατα που με κοροϊδεύουν. Αρχικά, σου στήνουν παγίδα μέσα στο δάσος. Νομίζεις ότι δεν σε μυρίζουν. Έχεις την ψευδαίσθηση ότι τα έχεις ξεγελάσει. Αλλά, είναι τόσο λάθος ότι έχεις ξεφύγει από τα θηρία της μοίρας… σε ρίχνουν στα τάρταρα, εκεί που δεν το περιμένεις. Αλλά εγώ εκεί. Μερικές φορές δεν μπορώ να πιστέψω πόσο δυνατός μπορεί να είμαι. Που βρίσκω αυτό το κουράγιο και αυτή τη δύναμη. Αλλά, τώρα που το λέω φωναχτά, για να καταλάβεις και εσύ, για να σου πω το μυστικό μου. Η ελπίδα είναι αυτή που με κρατάει στα πόδια μου. Χωρίς αυτή θα ήμουν πίσω σου, αδύναμος και ολοκληρωτικά άχρηστος. Με αυτή πορεύομαι, είναι το φως που με οδηγεί στα σκοτάδια που αντιμετωπίζω…’

Και λέγοντας αυτά, ο όρθιος αδελφός άπλωσε το ρωμαλέο χέρι του και σήκωσε με όλη του τη δύναμη τον δίδυμό του. Αγκαλιασμένοι συνέχισαν το ταξίδι της ζωής αυτή τη φορά κοιτώντας το λαμπερό αστέρι που μόλις ανέτειλε.

(αν είναι λίγο κουνιστή η φωτογραφία, συγχωρέστε με!)

Monday, May 14, 2007

H Ιστορία, λόγω ανάγκης...

Λόγω ασθενείας, σας παραθέτω ολόκληρη την ιστορία που δημοσιεύτηκε στο Φιλοξενείο, είμαι στο κρεβάτι με πυρετό! Φιλάκια, εύχομαι να τα πούμε σύντομα...

Τον θυμάμαι χρόνια πριν… Καθόταν στην βεράντα, χειμώνα-καλοκαίρι. Και πίσω του η δίφυλλη μπλε πόρτα με το μπρούτζινο χεράκι. Φορούσε πάντα γιλέκο και μισό-τριμμένο μάλλινο παντελόνι. Πίσω του οι δυο λόφοι, σαν να τον προστάτευαν. Ήταν τόσο γέρος που οι ρυτίδες που σχηματίζονταν στο πρόσωπό του, έμοιαζαν με χαραγμένο χάρτη… Μιας χώρας άγνωστης. Ήταν ένας άνδρας μειλίχιος, γεμάτος αισθαντικότητα και αγαθοποιός, όπως έλεγαν όλοι στο χωριό, που αν και χτυπημένος από τη ζωή και τη μοίρα (ή είναι το ίδιο και το αυτό η ζωή και η μοίρα; Τέλος πάντων) αντιμετώπιζε τα πράγματα με κουράγιο εντυπωσιακό. Η αγροικία ήταν παλιά, βασανισμένη από τον χρόνο, έμοιαζε τόσο ταιριαστή με τον ιδιοκτήτη της. Κτίριο με παλιά κεραμίδια, ασπρισμένους τοίχους, μερικές φορές ο κατεστραμμένος σοβάς έδειχνε την στιβαρή πέτρα που στήριζε το κτίριο.

Την πρώτη φορά που τον είχα δει, τέλος Δημοτικού πρέπει να ήμουν, καλοκαίρι ήταν, τον είχα φοβηθεί. Κοιμόταν και εμείς οι ‘σπόροι’ της γειτονιάς είχαμε όρεξη για σκανταλιές. Εγώ ειδικά, είχα πρόσφατα χάσει τον πατέρα μου και δεν με χωρούσε ο τόπος. Ο ουρανός, στιγμιαία, είχε σκεπάσει με το αιθέριο πέπλο του τον καυτό ήλιο. Και εκείνος σαν να το κατάλαβε, άνοιξε τα μάτια του μονομιάς. Και πέτυχε εμένα το βλέμμα του να τον παρατηρώ ανάμεσα από τα ξύλινα κάγκελα. Μάτια τόσο καθαρά και γαλανά, όσο μια καλοκαιρινή μέρα. Ίσως περίμενα μάτια γέρικου, σχεδόν τυφλού σκύλου και βρήκα μάτια παιχνιδιάρη έφηβου. Από τότε άρχισε η διαδικασία γκρεμίσματος των στερεοτύπων που είχα στο μυαλό μου… Να μην πιστεύω αυτό που βλέπουν τα μάτια μου, αλλά αυτό που κρύβει η καρδιά του καθενός που είχα απέναντί μου. «Έλα εδώ εσύ!» ήταν οι πρώτες του κουβέντες με τη βροντερή του, γενναιόδωρη φωνή.

Εγώ είχα χάσει τον πατέρα μου, παππού δεν γνώρισα και εκείνος ήταν μόνος στη ζωή. Ο ένας μας συμπλήρωνε σαν δεκανίκι τον άλλο… Ο ένας σπασμένο πόδι, ο άλλος χέρι. Πότε τα καταφέρναμε να ισορροπούμε, πότε όχι. Αλλά αυτή η ιδιόμορφη, καθημερινή παρέα μας άρεσε. Και τις περισσότερες φορές στη βεράντα. Χειμώνα-Καλοκαίρι. Εκείνος ήταν στη δύση της ζωής του και εγώ στην ανατολή… Η μάνα μου θορυβημένη θετικά από την εξέλιξή μου από μέτριο και αδιάφορο μαθητή σε καλό, ερχόταν πότε να μας φέρει πίττα, πότε να μας φέρει φασόλια-σούπα και ζυμωμένο ψωμί και μας παρατηρούσε σιωπηλά. Μας τάιζε και μας νοιαζόταν και τους δυο. Διάβαζα να περάσω στο Πανεπιστήμιο με δική του προτροπή, αφού στο μεταπολεμικό χωριό μου, το φροντιστήριο ήταν πολυτέλεια. Αλλά εκείνος με έσπρωχνε… Είχε τελειώσει το Σχολαρχείο, ήξερε να με καθοδηγεί και μου ενέπνεε σιγουριά εκεί που δεν είχα δράμι. «Μόλις γίνεις φοιτητής, ξέχνα τα κοντά παντελονάκια! Κύριος σωστός θέλω να γίνεις. Άνθρωπος καλλιεργημένος! Ότι έχεις στο μυαλό σου ποτέ δεν πρόκειται να στο πάρει κανείς… Εκεί χτίζεις τώρα.» μου έλεγε και με προέτρεπε να συνεχίσω το διάβασμα. Συγκεκριμένα, κάθε απόγευμα πήγαινα εκεί και διάβαζα δυνατά τύπους φυσικής, ενώσεις χημείας, ανώμαλα ρήματα και ουσιαστικά, ιστορία… Και εκείνος εκεί, να με στηρίζει απλά ακούγοντας την ανάγνωσή μου.

Αφού πέρασα στο Πανεπιστήμιο, κάτι που για εκείνον ήταν απόλυτα φυσικό, για λίγο, ξέχασα τη μάνα, το χωριό, τους φίλους μου που έμειναν εκεί να καλλιεργούν τα χωράφια και τον κυρ-Γιάννη. Η Αθήνα, η Μητρόπολη ήταν ελκυστική, γεμάτη ήχους, χρώματα, αρώματα, φώτα όλη τη νύχτα, φλερτ, σπουδές… Τόσα πράγματα μπροστά μου και εγώ τόσο άπειρος και διψασμένος... Εκείνο το βράδυ τον είδα στον ύπνο μου. Είχα να τον δω μήνες ολόκληρους αφού οι μετακινήσεις τότε ακόμα δεν ήταν εύκολες ούτε και τα λεφτά τα ξεκολλούσε η χήρα μάνα μου από τον τοίχο, και το χαρτζιλίκι που έπαιρνα στις οικοδομές όσα σαββατοκύριακα δούλευα μου κάλυπταν προσωπικές ‘πολυτέλειες’ όπως βιβλία, τυρί ναξιώτικο και κανένα μπουκάλι βερμούτ. Ρωτούσα τη μητέρα μου από το τηλέφωνο για εκείνον και εκείνη μου έλεγε ότι του πήγαινε φαγητό, ψωμί, φάρμακα και καραμέλες που τόσο του άρεσαν. Η οικογένειά μου τον είχε ‘υιοθετήσει’. «Έχει καταπέσει Κώστα μου… ο παππούς. Φώναξα και γιατρό προχθές. Δεν τον βλέπω καλά. Εσύ τρως καλά;» Μου είχε πει η μητέρα μου το προηγούμενο Σάββατο που την είχα πάρει.

Εκείνο το βράδυ είχαμε μεθύσει με βερμούτ και υποσχέσεις από όμορφες κοπέλες και αδιάκοπο φλερτ με το φεγγάρι και τη θάλασσα. Και είχα αγοράσει και το πρώτο μου πακέτο με τσιγάρα… Άσσος ήταν, του Παπαστράτου. Μαγική νύχτα. Αλλά ξύπνησα στην πρώτη ώρα… Τον είχα δει να έχει έρθει στο φοιτητικό μου, φτωχικό κοινόβιο. Είχε έρθει πάνω από το προσκεφάλι μου, με ακούμπησε, με φίλησε στο μέτωπο και με αποχαιρέτησε. Θυμάμαι ακόμα και ανατριχιάζω με τις κουβέντες του «Εγώ σε είχα σαν γιο και εγγονό μου μαζί. Τους είχα χάσει όλους με την Κατοχή και εσύ με έκανες να θέλω να συμπαθήσω το ανθρώπινο γένος ξανά. Μου χάρισες την αγάπη σου απλόχερα, χωρίς να ζητήσεις τίποτα, μου έδωσες ζωή από τη ζωή σου… Την ευχή μου, αγόρι μου.» και μετά χάθηκε. Η μορφή του έσβηνε σιγά-σιγά. Ξύπνησα με κλάματα.

Το πρωί, ημέρα Κυριακή, πήρα τη μητέρα τηλέφωνο στο μπακάλικο του χωριού. Ώσπου να έρθει η μάνα, ο κυρ-Στάθης μου τα έδωσε τα μαντάτα. «Σου τα είπα Κωστάκη; Ο γέρο-Καιρός*, που φρόντιζε η μάνα σου, ο κυρ-Γιάννης πέθανε…» Εκείνη την ώρα η μάνα του βούτηξε το τηλέφωνο. «Έσβησε… Θα έρθεις;» Με ρώτησε μονάχα. Εγώ μόνο το κεφάλι μου μπορούσα να κουνήσω, καταφατικά.

Σήμερα που σας μιλάω είμαι εξήντα ετών… έκανα οικογένεια, παιδιά, άνοιξα επιχείρηση μόνος μου και επιδιώκω να είμαι Άνθρωπος. Άλλες φορές τα καταφέρνω άλλες όχι… Αλλά έχω τις κουβέντες του μέσα μου. Ακόμα και σήμερα ξέρω ότι έχω έναν φύλακα-άγγελο στο πλάι μου… Όταν η ζωή με αγριεύει με τις κακοτοπιές και τις φουρτούνες της και προσπαθεί να με διαλύσει, εγώ έχω κάπου να πάω… Ανηφορίζω και πάω ακολουθώντας το μονοπάτι στο σπίτι ανάμεσα στους δυο λόφους μέρα καλοκαιρινή και εκεί με περιμένει ο καρδιακός φίλος και θετός παππούς μου να με παρηγορήσει και να με βοηθήσει να βρω τη λύση, μόνος μου… Με τα γαλανά του, καθάρια μάτια να με κοιτά γαλήνια. Γιατί η ζωή μας φέρνει αγγέλους… αρκεί να έχουμε ανοιχτά τα μάτια της ψυχής μας και να τους αφήσουμε να σταθούν πλάι μας.

*= αυτό το παρατσούκλι είχε γιατί είχε ζήσει χρόνια και κακουχίες.

(Η ιστορία είναι απόλυτα φανταστική. Απλά σε εποχές βρώμικων χαρακτήρων, εξαθλιωμένων καταστάσεων, αδικίας και υποκρισίας, θεώρησα σημαντικό να διηγηθώ μια καθαρή ιστορία, την ανθρώπινη ανάγκη για επικοινωνία ψυχής… και το πώς μπορεί κάποιος να αγγίξει την ψυχή ενός παιδιού, ενός ανθρώπου στην εξέλιξή του σε όλα τα επίπεδα).

Saturday, May 05, 2007

Μαχητές...

Νυχτώνει και εγώ μόνη με τις σκέψεις μου. Έξω η φύση μυρίζει Άνοιξη λίγο ξεφτισμένη, αλλά οι μυρωδιές είναι ακόμα λουλουδιασμένες…

Μόνο όταν φτάσεις στο χειρότερο σημείο που δεν πίστευες ότι θα άγγιζες μπορείς να σηκωθείς ή να βυθιστείς περισσότερο στον εαυτό σου. Να τον χάσεις ή να τον βρεις πραγματικά.

Έχεις σκεφτεί να θέλεις κάτι πολύ; Υγεία, δόξα, έρωτα, φήμη, λεφτά, τα αστέρια, το σύμπαν ολάκερο; Και να συναντάς εμπόδια; Εμπόδια ξαφνικά αλλά και ανυπέρβλητα; Να προσπαθείς να πολεμάς με τα θηρία; Να προσπαθείς να αντιμετωπίσεις τις χίλιες δυο δυσκολίες; Να πολεμάς με την ίδια σου την τύχη; Να σου βάζει τρικλοποδιές η σκοτεινή σου μοίρα που σε παραμονεύει; Υπάρχει χειρότερο από αυτό; Ο κόμπος στο στήθος να κλείνει μέσα του χιλιάδες δάκρυα. Τα μάτια να μιλάνε σε χίλιες γλώσσες… Για τις εσωτερικές σου επιθυμίες.

Για τη λαχτάρα που παραμένει, σαν μωρό χωρίς αγκαλιά. Για τα θέλω που δεν γίνονται. Για την προσδοκία που ματαιώνεται. Για τον πόνο που θολώνει την ύπαρξη, την κάνει σαν παγωμένη φιγούρα μέσα σε βρώμικο καθρέπτη. Για το κορμί που μουδιάζει από πόνο;

Και μετά πάλι ανασύνταξη δυνάμεων. Ανέβασμα του κεφαλιού προς τα πάνω. Ίσιωμα της σπονδυλικής στήλης. Το βλέμμα κοιτά ξανά ευθεία, όχι ξανά κάτω…. Όχι τουλάχιστον τώρα. Μάζεμα ενέργειας και δύναμης. Και κουράγιου… Και αγώνα. Με χαμόγελο και αντοχή. Πολλοί δεν αντέχουν… Τους συνθλίβει ο πόνος και η αναμονή. Ο χρόνος διαλύει τις αντοχές και τα χαμόγελα. Άλλοι όμως πολεμάνε… Με πληγές στο σώμα και στην ψυχή αλλά αγωνίζονται με όλη τους τη δύναμη. Το φως γεμίζει την ψυχή τους. Ελπίζουν, πως με τον δικό τους αγώνα θα τα καταφέρουν… Λίγο αργά, λίγο μετά από κάποιους άλλους. Ίσως διαφορετικά από ότι είχαν στο μυαλό τους. Αλλά δεν πειράζει… Κάποιες φορές ο Θεός/τύχη θέλει να μας οδηγήσει από τα σκοτεινότερα μονοπάτια του μέχρι να μας οδηγήσει στο φωτεινό ξέφωτο της ελπίδας… Κατάφεραν να νικήσουν τον ίδιο τους τον φόβο…

Ξέρεις κάτι; Μερικές φορές είναι καλό αντί ‘επιθυμώ’, να λες ‘έχω’… έρχονται όλα γρηγορότερα… έτσι μου είπανε τουλάχιστον εκεί που πολέμησαν και νίκησαν. Γιατί εμείς μ'αυτούς είμαστε.

Φιλιά και φωτεινές αγκαλιές

Wednesday, May 02, 2007

Στιγμές από ταξίδια... δεύτερη στάση Άμστερνταμ

Το αεροπλάνο είχε μόλις προσγειωθεί. Εγώ με έγγραφα, φακέλους και μια μικρή βαλίτσα συρόμενη (για να μην περιμένω) μόλις είχα φτάσει στο Άμστερνταμ. Το ταξί που είχα ζητήσει να με περιμένει ήταν εκεί. Κάθισα… εκείνος ξεκίνησε. Αλλά με έπιασε μια πελώρια λαχτάρα για τσιγάρο, αφού είχα να καπνίσω τρεις ώρες και κάτι και στο Αεροδρόμιο απαγορευόταν το κάπνισμα. Ρώτησα λοιπόν, αφελώς τον νεαρό οδηγό «Μπορώ να καπνίσω ένα τσιγάρο;» Που να ήξερα η αδαής ότι εκείνος εννοούσε άλλου είδους τσιγάρα! «Αν πρόκειται για ‘καθαρό’ τσιγάρο φυσικά, για το άλλο, όχι, γιατί δεν επιτρέπεται η χρήση του στο αυτοκίνητο!» Αυτό ήταν το καλωσόρισμά μου στο Άμστερνταμ… Τόση ελευθερία που μου προκάλεσε αμηχανία και το αθώο μου τσιγαράκι έμοιαζε με καραμέλα!

Κίνηση σχεδόν καθόλου και πολλές υποδομές, μέχρι το Άμστερνταμ. Και μέσα εκεί μια ολοζώντανη πόλη γεμάτη ποδήλατα, τραμ και αυτοκίνητα. Α, και πολλά, τι άλλο, λουλούδια! Και όλα συνυπήρχαν, αν το πιστεύετε, αρμονικά! Όπως μου εξήγησαν συνεργάτες, κάτοικοι της πόλης, σχεδόν όλα τα ποδήλατα είναι παλιά γιατί είναι κλεμμένα. Ο ένας έκλεβε από τον άλλο που πλέον τα ποδήλατα είναι κοινής χρήσης (εκτός αν τα κρύβεις στο σπίτι σου).

Το συνέδριο ενδιαφέρον, μέσα σε παλιά εκκλησία, προέκταση του ξενοδοχείου! Εντυπωσιάστηκα… με το παλιό, αρκετά μεγάλο ξωκλήσι που όμως είχε αρκετή υγρασία. Επίσης, εντυπωσιάστηκα αρνητικά με το απόλυτα άνοστο ψάρι που έφαγα ποτέ στη ζωή μου!

Θυμάμαι μέσα στο όμορφο πεντάστερο δωμάτιο που έβλεπε σε ένα σοκάκι, να παρατηρώ αργά το βράδυ (αφού δεν είχα ύπνο) από την τεράστια τζαμαρία του δωματίου μου, ζευγάρια να περπατούν αγκαλιασμένα, οι φωτεινές επιγραφές ήταν όμορφα φτιαγμένες και η βροχή γυάλιζε τον πλακόστρωτο δρόμο με κόκκινο που έπαιρνε από το κοντινό μπαρ.

Τελευταίο βράδυ. Βράδυ εξόδου (μετά από μια κρουαζιέρα στα, κυριολεκτικά, μαύρα νερά του Άμστερνταμ με καταιγίδα και, επιτέλους, φαγητό που τρωγόταν!)… Το ξενοδοχείο ήταν πέντε λεπτά περπάτημα από την ‘ατραξιόν’ της πόλης, τη ‘ρεντ λάιτ ντίστρικτ’. Εκεί που όλες οι γυναίκες που αποφάσισαν εκείνες ή η τύχη τους η μαύρη, να γίνουν ζωντανές κούκλες με φλούο φως να φωτίζει τα εσώρουχά τους… το σώμα τους, την πραμάτεια τους. Και εμείς εκεί απ’ έξω, τα στελέχη, από άλλο πλανήτη, να περπατάμε παρέα και να βλέπεις τις ζωντανές κούκλες, άλλες νέες, σε άλλη μεριά οι μαύρες, αλλού οι ασιάτισσες… Ένα πράγμα δεν θυμάμαι. Τα μάτια τους. Εμείς φύγαμε αλλά ένα κομμάτι της ψυχής μου, απορημένο και σοκαρισμένο, έχει μείνει εκεί… Τόσο παράξενη συνοικία… και από τις ποιο ακριβές, από ότι μου είπανε.

Η εμπειρία μου με το Άμστερνταμ ήταν βιαστική… μόλις τρεις μέρες, γεμάτες δουλειά αλλά και στιγμές ζωής μέσα στην πόλη, αλλά με άγγιξε. Όπως βιαστικά έφυγα, κρατώντας ένα ζευγάρι ξύλινα τσόκαρα ζωγραφισμένα λευκά-μπλε, τριάντα πέντε νούμερο (δεν ξέρω γιατί… ), δυο-τρία μαγνητάκια για το ψυγείο αφού κάνω συλλογή και μια μικρή λιθογραφία. Μ’ άρεσε αυτό το μέρος. Οι άνθρωποι, ήταν χαλαροί, είχε πολλά λουλούδια και ήταν χαμογελαστοί. Ακόμα θυμάμαι την ανύψωση του αεροπλάνου και τα φυτώρια που έλαμπαν σαν μικρές φωτεινές πολιτείες μέσα στο σκοτάδι της θάλασσας που κυνηγάει την Ολλανδία… Αγωνιστές ήταν η λέξη που μου ήρθε στο μυαλό.

(φωτογραφία από τον Goran Carevic)