Ο Αγώνας...
Δυο δίδυμα αδέρφια βρίσκονται στην άκρη ενός χωριού. Ήδη είχαν περπατήσει ώρες, μέρες… Ούτε που μπορούσαν να θυμηθούν πλέον. Ο ένας ξαποσταίνει, ο άλλος κάθεται όρθιος, ανυπόμονος.
‘Τι με κοιτάς έτσι; Δεν θέλω να αισθάνομαι το διαπεραστικό βλέμμα σου να με βασανίζει έτσι. Άσε με… Για λίγο ξεκουράζω τα πονεμένα μου πόδια σε αυτή την πέτρινη γούρνα με το κελαριστό νερό και έρχομαι. Άσε το κορμί μου να ηρεμήσει πάνω σε αυτήν την τετράγωνη πέτρα. Να λιώσει από τον βουβό πόνο. Για λεπτά… Η φύση είναι όμορφη γύρω, είναι ακόμα όλα πράσινα και πάνω από όλα, σκιερά εδώ. Άσε την ψυχή μου να ξαποστάσει. Εσύ είσαι, από τότε που σε ανακάλυψα, ρωμαλέος, δυνατός, στητός στις τρικλοποδιές που μας συμβαίνουν. Μπορείς να βλέπεις από άλλο πρίσμα τα πράγματα. Το θνητό μου κορμί και η δική μου αδύναμη καρδιά, πάλι, όχι…’
Και συνέχισε τον μονόλογό του.
‘Τις προάλλες είδα στον ύπνο μου νερό, θάλασσα, ψάρια ζωντανά, καθάρισμα με κρυστάλλινο νερό αλλά και άδειασμα… τριαντάφυλλα κόκκινα. Λαχτάρες, πόνος και τελικά κάθαρση, το αίμα που έσταξε. Πονάω, το καταλαβαίνεις; Δεν πειράζει…’ και του επανέλαβε ‘Εσύ είσαι δυνατός… εγώ πάλι, όχι. Για σένα είναι όλα τόσο εύκολα…’
Ο αδερφός που καθόταν για ώρα βουβός και με κατεβασμένο κεφάλι, του απάντησε.
‘Πού το ξέρεις; Γιατί με κρίνεις τόσο εύκολα; Παλεύω χρόνια με τον εαυτό μου. Με τα θηρία που αντιμετωπίζω κάθε τόσο στο διάβα μου. Αλλά δεν τους επιτρέπω να τα φοβάμαι, δεν τρομάζω. Τα αντιμάχομαι και θα τα αντιπαλεύω πάντα… τα αγρίμια που μου στήνουν καρτέρι. Τα τέρατα που με κοροϊδεύουν. Αρχικά, σου στήνουν παγίδα μέσα στο δάσος. Νομίζεις ότι δεν σε μυρίζουν. Έχεις την ψευδαίσθηση ότι τα έχεις ξεγελάσει. Αλλά, είναι τόσο λάθος ότι έχεις ξεφύγει από τα θηρία της μοίρας… σε ρίχνουν στα τάρταρα, εκεί που δεν το περιμένεις. Αλλά εγώ εκεί. Μερικές φορές δεν μπορώ να πιστέψω πόσο δυνατός μπορεί να είμαι. Που βρίσκω αυτό το κουράγιο και αυτή τη δύναμη. Αλλά, τώρα που το λέω φωναχτά, για να καταλάβεις και εσύ, για να σου πω το μυστικό μου. Η ελπίδα είναι αυτή που με κρατάει στα πόδια μου. Χωρίς αυτή θα ήμουν πίσω σου, αδύναμος και ολοκληρωτικά άχρηστος. Με αυτή πορεύομαι, είναι το φως που με οδηγεί στα σκοτάδια που αντιμετωπίζω…’
Και λέγοντας αυτά, ο όρθιος αδελφός άπλωσε το ρωμαλέο χέρι του και σήκωσε με όλη του τη δύναμη τον δίδυμό του. Αγκαλιασμένοι συνέχισαν το ταξίδι της ζωής αυτή τη φορά κοιτώντας το λαμπερό αστέρι που μόλις ανέτειλε.
(αν είναι λίγο κουνιστή η φωτογραφία, συγχωρέστε με!)
<< Home