Tuesday, April 24, 2007

Στιγμές από Ταξίδια... πρώτη στάση Λονδίνο

Την πρώτη φορά που είχα φύγει για το εξωτερικό ήμουν σχετικά μεγάλη είκοσι-ενός. Μέχρι τότε, μέχρι Μύκονο είχε φτάσει η χάρη μου αεροπορικώς. Ο ποθητός μου προορισμός, το Λονδίνο. Οι γονείς μου είχαν τρομάξει… ‘Μα, μόνη σου θα πας, δεν φοβάσαι;’ είχαν ρωτήσει εύλογα. Όχι δεν φοβόμουν… Ήθελα να δω, να ταξιδέψω. Διψούσα να ζήσω, να μάθω. Θυμάμαι ακόμα τη δύναμη που με κόλλησε πίσω στην απογείωση. Μάλλον ήμουν από τους λίγους που το διασκέδασαν… Άγνοια κινδύνου ή τρέλα; Ίσως και τα δύο. Αυτά με ακολουθούν ακόμα και μ’ αρέσει.

Έχοντας ένα φιλικό μου ζευγάρι φίλων μου εγγλέζων να με ξεναγεί, είδα όσα βλέπουν οι τουρίστες και περισσότερα… Περισσότερο λάτρεψα το Κόβεντ Γκάρντεν, τα θέατρα δίπλα στον Τάμεση, τις μαγικές παραστάσεις, την πολύ-εθνικότητα που συναντούσα σε κάθε μου βήμα. Το Βρετανικό Μουσείο που έβαλα τα κλάματα μπροστά στα Μάρμαρα του Παρθενώνα, το Θερινό Ανάκτορο των Γουίντσορ με το ασημένιο (αλήθεια) τραπέζι σε μια από τις αίθουσες, το Κάτι Σάρκ στο Γκρίνουιτς…

Η μυρωδιά του κάθε τόπου έχει αποτυπωθεί μέσα μου. Ζητιάνες μπροστά στις σκάλες του μετρό ξανθές με γαλανά μάτια και παχουλά μωρά στην αγκαλιά που έμοιαζαν με χερουβήμ. Θυμάμαι ήταν Φλεβάρης και είχα πετύχει την Κινέζικη Πρωτοχρονιά στην ‘Τσάινα Τάουν’ του Λονδίνου… (παρένθεση, καμία σχέση η πάπια Πεκίνου εδώ με τη δική τους, εκεί εξαιρετική). Και ενώ φοβόμουν ότι θα χαθώ, ένιωθα σαν στο σπίτι μου. Τόσο εύκολο να περπατάς μια ηλιόλουστη μέρα στο κέντρο του Λονδίνου και να ακούς την ελληνική λέξη κατατεθέν… Χαμόγελο στα χείλη. Και μετά ξαφνικά βροχή… Μια βροχή που σε ψεκάζει. Άχρηστη η ομπρέλα, πάνε τα φτιαγμένα μαλλιά… και αντί για καφέ, στις έξι το απόγευμα τζιν τόνικ! ‘Θα με καταντήσετε αλκοολική εδώ πέρα!’ τους έλεγα αστειευόμενη. Και όμως, δεν έμοιαζε παράταιρο όλο αυτό.

Η Τέχνη και η Αισθητική στο κέντρο του Λονδίνου έδινε το δικό της ρεσιτάλ. Τέιτ γκαλερί, παραστάσεις δρόμου, γνωστοί ηθοποιοί να περπατάνε δίπλα σου. Είχα δει την Κλώντια Σίφερ. Θυμάμαι ότι ήθελα να πάω και εγώ στο ‘Χάροντς’ (όπου έμεινα μέσα μία ολόκληρη μέρα, αν το πιστεύετε). Δευτέρα πρωί άνοιγε στις δέκα. Δεν είχα που να πάω. Μόνη σε ξένη πόλη. Αλλά μ’ άρεσε. Αυτή η αίσθηση της απελευθέρωσης. Το απόλυτο κενό του να είσαι ξένος και άγνωστος σε ένα μέρος. Τότε ακόμα κάπνιζα. Ακριβώς απέναντί μου ένα καφέ. Θυμάμαι ακόμα τα σκαλιά που είχα κατέβει, αφού το τσιγάρο δεν επιτρεπόταν επάνω. Η κούπα με τον τεράστιο καφέ μου έκανε παρέα με τα ‘Ντάνχιλ λάιτς’ που είχα αγοράσει από τα ντιούτι φρι… Μόνο ένας καπνιστής μπορεί να φανταστεί την απόλαυση μου. Μόνο ένας άνθρωπος που λατρεύει την ελευθερία κινήσεων μπορεί να κατανοήσει την απελευθέρωση που είχα νιώσει…

Να περπατάς σε μια ξένη πόλη και να ζεις τη στιγμή, το λεπτό, χωρίς φόβο μόνο με προσμονή… Aπό τότε η φλόγα του ταξιδιού δεν έχει σβήσει ούτε πρόκειται, όσο ζω.

(συνεχίζεται, σε άλλη πόλη της Ευρώπης)