Wednesday, May 02, 2007

Στιγμές από ταξίδια... δεύτερη στάση Άμστερνταμ

Το αεροπλάνο είχε μόλις προσγειωθεί. Εγώ με έγγραφα, φακέλους και μια μικρή βαλίτσα συρόμενη (για να μην περιμένω) μόλις είχα φτάσει στο Άμστερνταμ. Το ταξί που είχα ζητήσει να με περιμένει ήταν εκεί. Κάθισα… εκείνος ξεκίνησε. Αλλά με έπιασε μια πελώρια λαχτάρα για τσιγάρο, αφού είχα να καπνίσω τρεις ώρες και κάτι και στο Αεροδρόμιο απαγορευόταν το κάπνισμα. Ρώτησα λοιπόν, αφελώς τον νεαρό οδηγό «Μπορώ να καπνίσω ένα τσιγάρο;» Που να ήξερα η αδαής ότι εκείνος εννοούσε άλλου είδους τσιγάρα! «Αν πρόκειται για ‘καθαρό’ τσιγάρο φυσικά, για το άλλο, όχι, γιατί δεν επιτρέπεται η χρήση του στο αυτοκίνητο!» Αυτό ήταν το καλωσόρισμά μου στο Άμστερνταμ… Τόση ελευθερία που μου προκάλεσε αμηχανία και το αθώο μου τσιγαράκι έμοιαζε με καραμέλα!

Κίνηση σχεδόν καθόλου και πολλές υποδομές, μέχρι το Άμστερνταμ. Και μέσα εκεί μια ολοζώντανη πόλη γεμάτη ποδήλατα, τραμ και αυτοκίνητα. Α, και πολλά, τι άλλο, λουλούδια! Και όλα συνυπήρχαν, αν το πιστεύετε, αρμονικά! Όπως μου εξήγησαν συνεργάτες, κάτοικοι της πόλης, σχεδόν όλα τα ποδήλατα είναι παλιά γιατί είναι κλεμμένα. Ο ένας έκλεβε από τον άλλο που πλέον τα ποδήλατα είναι κοινής χρήσης (εκτός αν τα κρύβεις στο σπίτι σου).

Το συνέδριο ενδιαφέρον, μέσα σε παλιά εκκλησία, προέκταση του ξενοδοχείου! Εντυπωσιάστηκα… με το παλιό, αρκετά μεγάλο ξωκλήσι που όμως είχε αρκετή υγρασία. Επίσης, εντυπωσιάστηκα αρνητικά με το απόλυτα άνοστο ψάρι που έφαγα ποτέ στη ζωή μου!

Θυμάμαι μέσα στο όμορφο πεντάστερο δωμάτιο που έβλεπε σε ένα σοκάκι, να παρατηρώ αργά το βράδυ (αφού δεν είχα ύπνο) από την τεράστια τζαμαρία του δωματίου μου, ζευγάρια να περπατούν αγκαλιασμένα, οι φωτεινές επιγραφές ήταν όμορφα φτιαγμένες και η βροχή γυάλιζε τον πλακόστρωτο δρόμο με κόκκινο που έπαιρνε από το κοντινό μπαρ.

Τελευταίο βράδυ. Βράδυ εξόδου (μετά από μια κρουαζιέρα στα, κυριολεκτικά, μαύρα νερά του Άμστερνταμ με καταιγίδα και, επιτέλους, φαγητό που τρωγόταν!)… Το ξενοδοχείο ήταν πέντε λεπτά περπάτημα από την ‘ατραξιόν’ της πόλης, τη ‘ρεντ λάιτ ντίστρικτ’. Εκεί που όλες οι γυναίκες που αποφάσισαν εκείνες ή η τύχη τους η μαύρη, να γίνουν ζωντανές κούκλες με φλούο φως να φωτίζει τα εσώρουχά τους… το σώμα τους, την πραμάτεια τους. Και εμείς εκεί απ’ έξω, τα στελέχη, από άλλο πλανήτη, να περπατάμε παρέα και να βλέπεις τις ζωντανές κούκλες, άλλες νέες, σε άλλη μεριά οι μαύρες, αλλού οι ασιάτισσες… Ένα πράγμα δεν θυμάμαι. Τα μάτια τους. Εμείς φύγαμε αλλά ένα κομμάτι της ψυχής μου, απορημένο και σοκαρισμένο, έχει μείνει εκεί… Τόσο παράξενη συνοικία… και από τις ποιο ακριβές, από ότι μου είπανε.

Η εμπειρία μου με το Άμστερνταμ ήταν βιαστική… μόλις τρεις μέρες, γεμάτες δουλειά αλλά και στιγμές ζωής μέσα στην πόλη, αλλά με άγγιξε. Όπως βιαστικά έφυγα, κρατώντας ένα ζευγάρι ξύλινα τσόκαρα ζωγραφισμένα λευκά-μπλε, τριάντα πέντε νούμερο (δεν ξέρω γιατί… ), δυο-τρία μαγνητάκια για το ψυγείο αφού κάνω συλλογή και μια μικρή λιθογραφία. Μ’ άρεσε αυτό το μέρος. Οι άνθρωποι, ήταν χαλαροί, είχε πολλά λουλούδια και ήταν χαμογελαστοί. Ακόμα θυμάμαι την ανύψωση του αεροπλάνου και τα φυτώρια που έλαμπαν σαν μικρές φωτεινές πολιτείες μέσα στο σκοτάδι της θάλασσας που κυνηγάει την Ολλανδία… Αγωνιστές ήταν η λέξη που μου ήρθε στο μυαλό.

(φωτογραφία από τον Goran Carevic)