Οι Ευχές μου σε Όλους σας και το Το Τραγούδι της Χαράς
*** Τα Χριστούγεννα και ο Νέος Χρόνος για μένα είναι συμβολικά. Συμβολικά της εσωτερικής αναγέννησης, της δικής μας νέας ευκαιρίας να προσφέρουμε στον κόσμο την αγάπη και την ζεστασιά που όλοι έχουμε και που, πολλές φορές την κρύβουμε αριστοτεχνικά καλά. Από φόβο.
Για φέτος λοιπόν, εύχομαι σε όλους από την καρδιά μου, να αφήσουμε για λίγο την ενήλικη καχυποψία, να αγγίξουμε την παιδική μας υπόσταση και να δώσουμε μια ευκαιρία στην ανθρωπιά, στην αγάπη, στο δόσιμο, στο Φως. Ας προσφέρουμε έστω ένα κέρμα σε αυτόν που πραγματικά έχει ανάγκη. Ο καθένας μας συναντά καθημερινά κάποιον… Χρόνια Πολλά και Ευτυχισμένα με τους αγαπημένους σας! Εύχομαι να έχετε πάντα Χριστούγεννα στην Καρδιά σας! Με πολύ φως στην καρδιά μου για όλους σας, Αλεξάνδρα*** Ήταν ήδη είκοσι δύο Δεκεμβρίου. Είχαν περάσει πάνω από δύο εβδομάδες από την εγχείρηση του πατέρα. Είχε πολλές επιπλοκές και λόγω ηλικίας η θεραπεία γινόταν αργά αλλά, ευτυχώς, σταθερά. Αλλά όλα ήταν δύσκολα. Η καρδιά του ήθελε να ζήσει ή όπως λένε οι παλιοί ‘το καντήλι του είχε ακόμα λάδι’. Η Άννα καθόταν μπροστά στο παράθυρο του δωματίου του νοσοκομείου. Μόλις είχε τελειώσει να διαβάζει μια προσευχή. Ζητούσε βοήθεια, γιατί είχε κουραστεί να παλεύει σαν θνητή και είχε ανάγκη και τη θεϊκή παρέμβαση ή την επίκληση της βοήθειας του Θεού. Το σώμα της από την αϋπνία πονούσε, τα μάτια της ήταν στεγνά και στο κεφάλι της χτυπούσε δυνατά ένα συνεχόμενο βουητό, ενώ είχε στείλει με το ζόρι τη μητέρα της να πλυθεί και να κοιμηθεί, αφού βρίσκονταν στο προσκέφαλο του άνδρα της μέρα-νύχτα. Ο πατέρας της κοιμόταν με τη βοήθεια ειδικής θεραπευτικής αγωγής. Κοίταξε έξω. Ακριβώς μπροστά της αναβόσβηνε ένα μεγάλο χριστουγεννιάτικο δέντρο από κίτρινα λαμπιόνια. Τα αυτοκίνητα στη λεωφόρο δεν σταματούσαν να κινούνται. Από εκεί έμοιαζαν ψεύτικα. Όπως μικρά, ψεύτικα και αδιάφορα έμοιαζαν όλα φέτος από εκεί ψηλά. Όλα τα φώτα της πόλης, η χαρούμενη διακόσμηση της έμοιαζαν περιττά, αφού η στενοχώρια και οι έννοιες ήταν τόσο σφοδρές και είχαν χτυπήσει την πόρτα του δικού της σπιτιού. Ήταν περίπου οκτώ το βράδυ. Και τότε μια φωνή από το μεγάφωνο ακούστηκε. Μια φωνή που αρχικά ξένισε τους ανήμπορους και τους άρρωστους και που μετά τους έκανε να χαμογελάσουν. ‘Τα τρένα που φύγαν, αγάπες που μείνανε…’ ήταν το τραγούδι από μια λίγο βραχνή αλλά καθαρή και μελωδική φωνή. Σιγά-σιγά οι συγγενείς βγήκαν στην πόρτα του κάθε θαλάμου, από περιέργεια, αλλά είχαν όλοι ένα χαμόγελο στο στόμα. Μια πίκρα λιγότερη έστω για λίγη ώρα, για ένα-δυο λεπτά, όσο διαρκούσε το τραγούδι αυτής της γυναίκας, αφού το ανθρώπινο άγγιγμα της φωνής, τους έκανε να χαράξουν ένα χαμόγελο στις χειρότερες στιγμές της δοκιμασίας τους. Αυτή η γυναίκα, που ποτέ η Άννα δεν έμαθε το όνομά της, μετά το πέρας του τραγουδιού της, πήγαινε από θάλαμο σε θάλαμο και ευχόταν ‘Καλές Γιορτές’. Ήταν καρκινοπαθής και ήξερε ότι θα πεθάνει, αλλά έλεγε σε όλους να έχουν κουράγιο και πίστη… Τέτοια ψυχή και λεβεντιά αυτή η γυναίκα. Ευχήθηκε και στον πατέρα της. ‘Όλα καλά θα πάνε, θα με θυμηθείτε κύριε! Είσαστε παλικάρι!’ του είπε και έφυγε, ενώ ο θάλαμος είχε γεμίσει από φως και από αγγέλους. Πράγματι, όλα πήγαν καλά. Εκείνο το βράδυ ο πατέρας έφαγε και μίλησε περισσότερο από όλα τα βράδια. Ακόμα η Άννα πιστεύει ότι άγγελος είχε έρθει στη γη εκείνες τις μέρες, γιατί θαύματα γίνονται, αρκεί να το πιστέψουμε…