Ένα ποίημα...
Περάσανε τὰ χρόνια φύλλα ἢ βότσαλα
Τί γύρευα ὅταν ἔφτασες βαμμένη ἀπ᾿ τὴνἀνατολὴ τὸν ἥλιου
Θυμᾶμαι ἦταν Ἀπρίλης ὅταν ἔνιωθα πρώτηφορᾶ τὸ ἀνθρώπινο βάρος σου.
Σ' ἄφησα τότες
(All rights reserved. No republishment of any blog content before prior approval)
Περάσανε τὰ χρόνια φύλλα ἢ βότσαλα
Τί γύρευα ὅταν ἔφτασες βαμμένη ἀπ᾿ τὴνἀνατολὴ τὸν ἥλιου
Θυμᾶμαι ἦταν Ἀπρίλης ὅταν ἔνιωθα πρώτηφορᾶ τὸ ἀνθρώπινο βάρος σου.
Σ' ἄφησα τότες
Η Κάτια άλλαξε κανάλι. Ένας ευπροσήγορος γέροντας εξηγούσε εις μάτην σε ένα παντελώς αδιάφορο ακροατήριο την έλλειψη ποιότητας στην ζωή μας. Αναστέναξε… Και μετά πάτησε ένα κουμπί κατά λάθος. Η οθόνη μαύρισε! Σαν να τη ρούφηξε το κουτί μέσα της! Βρέθηκε όχι σε κανένα μαγικό μέρος, αλλά στο απέναντι διαμέρισμα, εκείνο με τον όμορφο άνδρα που ποτέ της δεν είχε τολμήσει να μιλήσει, ούτε καλημέρα να πει! Εκείνον που κοιτούσε μήνες τώρα και παρατηρούσε τη ζωή του σαν σε ταινία. Και τώρα; Τώρα βρισκόταν με το τηλεκοντρόλ στο χέρι απέναντι από τον Στέφανο. ‘Σε περίμενα τόσο καιρό!’ της είπε με ένα χαμόγελο στα χείλη.
Το τηλεκοντρόλ της έπεσε από το χέρι. Ξύπνησε με πονοκέφαλο ενώ η τηλεόραση πουλούσε λαστέξ και κρέμες από σαλιγκάρια. Επιτέλους, μέσα στην παραζάλη της διέκρινε έναν θόρυβο συνεχή. Κάποιος χτυπούσε την πόρτα! ‘Καλησπέρα, έχετε λίγο μέλι; Με πονάει ο λαιμός μου και σκέφτηκα να χτυπήσω σε σας! Συνήθως σας βλέπω από το παράθυρό μου και ξέρω ότι δεν κοιμάστε… ’ Ο όμορφος άνδρας βρισκόταν στο κατώφλι της. Η Κάτια προσπάθησε να φτιάξει τα μαλλιά της… ‘Ναι Στέφανε, αμέσως!’ Ο άνδρας την κοίταξε καλά-καλά. ‘Μα που ξέρετε το όνομά μου;’ Η Κάτια χαμογέλασε… Στην τηλεόραση ένα ανοιξιάτικο τοπίο σκόρπισε τις μυρωδιές του στο χώρο.