Η Παραλία
Κλείνω τα μάτια μου κάτω από τα γυαλιά ηλίου και το σκοτεινό μου καπέλο. Ο ήλιος με σπρώχνει να μπω μέσα στο νερό, αλλά ο ύπνος με έχει ήδη νικήσει.
Χωρίς να καταλάβω ποιος μηχανισμός με οδήγησε, μεταφέρομαι στον ίδιο χώρο, αλλά σε άλλη διάσταση. Ήδη οι ανθρώπινες φωνές και τα αυτοκίνητα ακούγονται μακριά. Ακούω μόνο τον ήχο του κύματος. Λιώνω. Και ξαφνικά βρέθηκα να αιωρούμαι πάνω από τη θάλασσα, ακριβώς πάνω από την πηγή. Σαν να με συγκρατούν αόρατες λαμπερές κλωστές στην αρχή και μετά τίποτα, βρίσκομαι πάνω από την πηγή. Φοβάμαι, δειλιάζω, νομίζω ότι θα πέσω πάνω στα βράχια που αναβλύζει το νερό. Αλλά δεν πέφτω, παρά τον φόβο δεν πέφτω.
Το σώμα μου αναπνέει και βλέπει τα πάντα, αν και έχω τα μάτια κλειστά. Μυρίζει και αισθάνεται όπως δεν έχει αισθανθεί ποτέ του. Και τότε, ενώ έχω χαλαρώσει, συμβαίνει. Το σώμα μου αρχίζει και φωτίζεται τόσο σαν να έχω καταπιεί ένα μικρό φωτογενές άστρο. Ασταμάτητο φως και δύναμη διαχέει το σώμα και την ψυχή μου με ορμή σαν να με ξεπλένει φωτεινό νερό χρυσού καταράκτη. Δύναμη και αρμονία. Εκείνη την ώρα ήταν σαν να είμαι ένα με το σύμπαν. Έβλεπα αστέρια, κομήτες, ήμουν ένας κόκκος αστερόσκονης. Σαν να είχε ανοίξει ένα παράθυρο στον Κόσμο, στο Θεό... Δεν ήθελα να τελειώσει. Δεν ξέρω πόσο κάθισα εκεί. Καθόλου και πάντα, δευτερόλεπτο και αιώνα μαζί.
Ο αέρας φύσηξε δυνατά αγαπημένο χέρι με ακούμπησε ‘Έλα, δεν καίγεσαι τόση ώρα; Κοιμάσαι και δεν ακούς τίποτα!’
Είχε έρθει η ώρα να τελειώσει. Ζαλισμένη και εξαντλημένη, σηκώθηκα και βούτηξα μέσα στο παγωμένο νερό. Αμέσως τα μάτια μου κατευθύνθηκαν προς την άκρη της παραλίας, στη Γλύφα. Εκεί που βρισκόμουν λίγη ώρα νωρίτερα. Από πάνω πετούσαν δυο γλάροι, κάνοντας έναν κύκλο. Εκείνα ίσως ήξεραν περισσότερα από μένα…
(Έχουμε να τα πούμε καιρό αλλά έχω μια τραγική τενοντίτιδα που με ταλανίζει ενώ παράλληλα, κάνω διορθώσεις! Ήμουν σιωπηλή και μάζευα ενέργεια και πάω σιγά-σιγά. Εύχομαι να περάσετε όμορφα όσοι φύγετε από δω και πέρα και όσοι γυρίσατε να ξεκουραστήκατε σωματικά, πνευματικά και ψυχικά μαζεύοντας τη δύναμή σας).