Monday, June 11, 2007

Μέρα Διακοπών...

Ο ήλιος ήταν ήδη ψηλά. Μέρα διακοπών, γεμάτη υποσχέσεις ξεκούρασης κάτω από τον ήλιο και θαλασσινές βουτιές. Όλα έμοιαζαν στατικά αλλά δεν ήταν. Η φωνή της ακούστηκε δυνατή μέσα στην ησυχία του μεσημεριού, που έσπαζε μόνο από το τραγούδι των τζιτζικιών.

‘Μπορείς να με συγχωρέσεις πραγματικά; Να βγει από την ψυχή σου; Μπορείς;’

Εκείνος, αγουροξυπνημένος, την κοίταξε καλά-καλά. ‘Τι εννοείς; Τι έχεις κάνει;’ Η ψυχή του σφίχτηκε. Τα’χασε… Με το ζόρι κρατήθηκε να μην νευριάσει. Περίμενε να ακούσει ότι τον απάτησε, ότι τον κορόιδεψε, ότι δεν ήταν πια ο άνδρας που είχε ερωτευτεί. Πάγωσε…

Εκείνη κοίταξε το απέραντο γαλάζιο και ενώ έσταζε από εσωτερικό πυρετό, πήρε μια βαθειά ανάσα. Το βάρος μέσα της είχε γίνει ένα τεράστιο σκοτεινό μπαλόνι που έφραζε την αναπνοή της. ‘Με συγχωρείς για τις σιωπές μου, για τον μαζεμένο πόνο που ποτέ δεν εξέφρασα, για την συνεχή κυκλοθυμική μου διάθεση, για τις σκληρές κουβέντες μου, όταν πονούσα; Δεν έπρεπε… Αλλά τότε, μέσα στον εγωισμό μου, μέσα στην καταιγίδα που κουβαλούσα μέσα μου, ήσουν ο μοναδικός αποδέκτης. Το ευκολότερο θύμα. Και εσύ εκεί, να τα δέχεσαι όλα αδιαμαρτύρητα. Και μετά, η κάθε μέρα… Αφήσαμε την κάθε μέρα να μας παγιδεύσει, να μας μαγνητίσει, να μας αποσυνθέσει. Αφήσαμε τις ώρες να μας κρατήσουν μακριά, τις υποχρεώσεις και τα θέλω των άλλων να μας αποκόψουν. Σε αυτό φταίμε και οι δυο.’

Ο άνδρας την κοίταξε απορημένος ‘Γιατί τώρα τέτοια αυτογνωσία; Γιατί τώρα τέτοιος πόνος αγαπημένη μου; Νεραϊδεμένη μου;’ Της χάιδεψε τα μαλλιά, της φίλησε τα μάτια με τρυφερότητα. Η αγάπη του άνδρα ήταν έκδηλη.

Εκείνη βούρκωσε και άνοιξε την πόρτα των λυγμών. Κομμάτια αλατιού που είχαν γίνει βουνά και σταλακτίτες μέσα της, άρχισαν να ραγίζουν υπό την πίεση της αλήθειας. Ήταν απαρηγόρητη. Κάτι είχε ξεκλειδώσει τον κλειστό εαυτό της και είχε βγάλει από μέσα της τα θηρία που την κατέτρωγαν χρόνια τώρα. Είχε έρθει η ώρα, τόσο απλά. ‘Έχεις καταλάβει τι ρίσκο είναι η αγάπη κάθε μέρα; Πόσο μπορεί να σε πληγώσει εκεί που δεν το περιμένεις; Όταν είσαι ερωτευμένος όλα είναι εύκολα. Αισθάνεσαι την καρδιά σου να φτερουγίζει, την αναμονή να σου προκαλεί ζαλάδα, δεν πεινάς, όλα είναι τραγικά εύκολα. Όπως και ο χωρισμός… Μέσα στον πόνο σου έχεις μια ευκολία: Αποφασίζεις και τελειώνεις κάτι ακόμα και αν έχεις μεγάλο μερίδιο ευθύνης στη σχέση. Πάει και αυτό… Αλλά το να μένεις και να πολεμάς; Να δουλεύεις πάνω στη σχέση σου με αγάπη! Να οδηγείσαι στην εξέλιξη… Είναι κάτι άλλο. Απαιτεί τεράστια αποθέματα ενέργειας, δύναμης, που αν φυσικά έχεις αισθήματα για τον άλλο, είναι όλα απλά. Η αγάπη έχει ιδιαίτερο πόνο… ’

Και συνέχισε: ‘Και αν αύριο δεν υπάρχει εξέλιξη; Αν δεν υπάρχει; Αν κουραστείς να με συγχωρείς; Αν σταματήσεις να με νοιάζεσαι; Αν σταματήσω εγώ; Αν πάψω να νοιάζομαι για την ύπαρξή σου, για την καρδιά σου, για τον πόνο και τις ανησυχίες σου; Πού το ξέρω; Ποιος το καθορίζει; Αν πάω σε μια αστρολόγο, μια καφετζού, ένα μέντιουμ, κάποιον που βλέπει το μέλλον… θα μου πει την αλήθεια; Ή θα με μπερδέψει χειρότερα; Και πρέπει να ακούσω κάποιον ξένο για αυτά που θέλω και πιστεύω; Τι να κάνω;’

Εκείνος ήπιε λίγο κρύο νερό από ένα πλαστικό μπουκάλι που είχε θαμμένο στην άμμο ‘Ένα πράγμα θα σου πω: Μεγαλώνουμε χρόνια τώρα μαζί, μιλάμε για τις μεγαλύτερες αλήθειες μας ανοιχτά, τόσο που κάποιοι άλλοι ποτέ τους δεν τόλμησαν, γιατί πονάνε πολύ. Αμφισβητούμε, διαλύουμε τα πάντα και πάλι κάτι μας ενώνει. Ίσως είναι αυτό. Γεννιόμαστε ξανά από τις στάχτες μας, από τον πόνο μας. Αυτό είναι. Αυτό είναι αγάπη τελικά. Η αντοχή του συναισθήματος. Ο αγώνας μας να είμαστε ο ένας το μισό του άλλου.’

Την πήρε από το χέρι και σιγά-σιγά μπήκαν στο κρυστάλλινο νερό του Αιγαίου. Μέσα στο πέρασμα του χρόνου, αυτή τη φορά ήταν η δική της σειρά να λυγίσει, να φοβηθεί. Αλλά είχαν ένα μυστικό. Ήξεραν ότι ήταν απλά άνθρωποι και ο ένας αγαπούσε τον άλλο με τις ανασφάλειές του. Και ότι η αγάπη είναι παράλληλα τόσο θνητή αλλά και τόσο θεϊκή… Μερικά πράγματα είναι απλά…

(φωτογραφία από μένα, από ένα αγαπημένο, καλοκαιρινό μέρος)