Saturday, March 03, 2012

Μέρες κοντά στη θάλασσα


Ο καιρός περνούσε. Οι τελευταίες χειμωνιάτικες μέρες κυλούσαν σαν νερό και ο Μάρτης έπνεε τα λοίσθια. Είχε κιόλας μείνει κοντά ένα μήνα στο νησί. Το καυσαέριο, οι κόρνες, τα φαξ, το ίντερνετ, τα κυριλέ εστιατόρια, η υποκρισία όλων απέναντι σε όλους, τα ψεύτικα χαμόγελα και οι απατηλές υποσχέσεις, το άγχος, τα συναδελφικά μαχαιρώματα, τα νεύρα, οι εντάσεις, οι στομαχόπονοι, όλες οι καταστάσεις που ήταν και δεν ήταν αληθινές, άρχισαν να της φαίνονται μακρινές, σαν ένα κακό όνειρο. «Δεν ζούσα εκεί!» σκεφτόταν με τρόμο.

Κάθε φορά που περπατούσε στην παραλία στις Καμάρες, αισθανόταν ότι τη γνώριζε για πρώτη φορά. Η θάλασσα ξέβραζε αντικείμενα απίστευτης ομορφιάς, που πλέον δεν τα χρειαζόταν. Γέρικους αστερίες που κείτονταν στη μοναξιά της παγωμένης άμμου, κοχύλια που αυτοκτόνησαν πάνω στα βότσαλα, σαντορινιές μαύρες ελαφρόπετρες, πέτρες που χρύσιζαν στον κρύο ήλιο.

Πόσο γλυκιά μπορεί να είναι η ρουτίνα! Πρωί-πρωί την ξυπνούσε ο Ροζ με γλυκές φωνούλες, και πριν κάνουν οτιδήποτε, έτρεχαν μαζί στην παραλία, ό,τι καιρό και να είχε, έπαιζαν είτε με τα κύματα είτε με τον αέρα, και το σκυλάκι τής έφερνε ό,τι έβρισκε μπροστά του περιμένοντας το αγκάλιασμά της για επιβράβευση. Στα βράχια όμως ο μικρός της σύντροφος δεν πλησίαζε, γιατί φοβόταν τα απειλητικά κύματα.

Που και που συναντούσε κάποιον ηλικιωμένο ψαρά, καθώς όλοι οι νέοι είχαν ξενιτευτεί στην πρωτεύουσα για δουλειές, και μιλούσαν λίγο για τον καιρό και τα ψάρια.

Μετά ακολουθούσε η ώρα του πρωινού. Έτρωγαν και οι δυο τους με βουλιμία φρέσκα κουλουράκια και έπιναν γάλα. Η Νιόβη έκανε δουλειές, και μετά το μεσημέρι ο μικρός Ροζ κοιμόταν ενώ εκείνη διάβαζε, έγραφε και ζωγράφιζε. Και αισθανόταν ήρεμη. Αισθανόταν γεμάτη.

Έκανε πράγματα «γυναικεία» που δεν είχε κάνει ποτέ, και ποτέ επίσης δεν πίστευε ότι θα έκανε. Θυμόταν και γελούσε με τον εαυτό της μπροστά από την κατσαρόλα που άχνιζε ενώ έφτιαχνε γλυκό, καθώς θυμόταν τις κουβέντες της και τις —σαν «σουφραζέτα»— διακηρύξεις της: «Εγώ δεν θα γίνω “κατίνα”. Δεν θα καθαρίζω και δεν θα πλένω όλη την ημέρα. Η ουσία είναι να είσαι ανεξάρτητη και αυτοκέφαλη. Δεν σπούδασα τόσα χρόνια για να λειτουργήσω σαν μια ακόμη συμβιβασμένη νοικοκυρά». Έκανε πράγματα καθημερινά, που είχε χρόνια να κάνει. Το είχε ανάγκη. Έπλενε, μαγείρευε, καθάριζε, και ο «μαζοχισμός» της υπόθεσης ήταν ότι αυτή η διαδικασία τής άρεσε.   

Το απογευματάκι, όταν είχε καλό καιρό, κάθονταν οι δυο τους στη μικρή βεράντα και αφουγκράζονταν την κίνηση που προκαλούσε η άφιξη του πλοίου στον κοιμισμένο τόπο, κοιτούσαν τα φορτωμένα αυτοκίνητα και τους λίγους βιαστικούς επιβάτες, ενώ ο αχνιστός καφές τής έκανε συντροφιά. Της φαινόταν ότι είχε μείνει πολύ καιρό στο νησί.

Ο κυρ-Στάθης την επισκεπτόταν δυο-τρεις φορές την εβδομάδα —και η κυρα-Λένη αραιότερα— για να πιει καφέ από τα χέρια της. «Τι ωραίο πράγμα να πίνεις καφέ φτιαγμένο από άλλον!» της έλεγε με χιούμορ. Και βέβαια συζητούσαν για τον τόπο του, τα νέα του νησιού, τη ρώταγε για την οικογένειά της.

«Μου φαίνεται ότι θα σε παντρέψω με τη θεία την Καίτη» του έλεγε μεταξύ σοβαρού και αστείου.

«Άντε ντε, να δω κι εγώ μια άσπρη μέρα!» της απαντούσε και γελούσαν σαν μικρά παιδιά.

«Μα καλά, πότε θα πας στην Απολλωνία, στο Κάστρο, στον Αρτεμώνα; Πότε θα φύγεις από το άσχημο λιμάνι για να κάνεις καμιά βόλτα; Δεν έχεις δει τίποτα από το νησί» την προέτρεπε.

«Όταν θα ανθίσω» του απαντούσε αστειευόμενη η Νιόβη.

Και το τζάκι πάντα αναμμένο τις νύχτες. Το ραδιόφωνο έπαιζε λιγωμένα τραγούδια τζαζ και «μπιγκ μπαντ σουίνγκ», και εκείνη με το τσιγάρο και το ποτήρι λευκό κρασί ονειρευόταν με τα μάτια ανοιχτά. Μέσα στις φλόγες του νησιώτικου τζακιού λικνίζονταν μπροστά της χώρες που νοστάλγησε, αγάπες που δεν γνώρισε, πράγματα που δεν έκανε. Όλα, εκείνη την ώρα του ονείρου, πλησίαζαν κοντά της. Σχεδόν άγγιζε αυτά που δεν είχε κάνει και επιθυμούσε να πραγματοποιήσει. Τα λαχταρούσε και πονούσε από προσμονή.

Εκείνες τις δικές της ώρες δεν την ενοχλούσε κανένας, παρά μονάχα τα όνειρά της. Ούτε οι τύψεις, ούτε η νοσταλγία, ούτε η περίεργη νοοτροπία των ντόπιων, ούτε τα ταλαιπωρημένα χέρια της που ήταν ασυνήθιστα σε χειρωνακτική δουλειά. Φανταζόταν τον εαυτό της σαν χολιγουντιανή σταρ του μεσοπολέμου που σωζόταν από κάποιο μυστήριο και δυναμικό αρσενικό. Ξεπρόβαλλαν όλες οι ασπρόμαυρες ηρωίδες της μνήμης της. Γοητευτικές, μοιραίες και καταλυτικές παρουσίες. Ονειρευόταν εκείνη την εποχή, τότε που ήθελε να πιστεύει ότι τα πράγματα ήταν πιο αθώα, αν και ήξερε ότι οι άνθρωποι είναι παντού και πάντα ίδιοι. Παραμύθια και φαντασίες παιδικών απωθημένων, που όμως τα απελευθέρωνε, και η λύτρωση ερχόταν σιγά-σιγά.

Πήγε η ώρα μία. Το δωμάτιο μοσχοβολούσε κανέλλα που πάλευε να λιώσει μαζί με τα άλλα ξύλα. Οι φλόγες των κεριών συναγωνίζονταν τις φλόγες της μεγάλης εστίας, στο λίκνισμα και στο χρώμα.

(Κεφάλαιο από το βιβλίο 'Έτσι έπρεπε να γίνει...', εκδόσεις Iason Books www.iasonbooks.com.gr