Sunday, September 07, 2008

Συνέχεια και τέλος...

Εκεί που ένιωθα ότι έχω πλησιάσει κάποια άλλη διάσταση για πρώτη μου φορά, κάτι με άρπαξε και με οδήγησε σε ένα καταπράσινο, τροπικό δάσος. Έμοιαζε με Ασιατική περιοχή. Από ψηλά το θέαμα ήταν μαγευτικό. Όμως όταν ακούμπησα στη γη, είχε τόση υγρασία που δεν μπορούσα καν να αναπνεύσω. Είχα ήδη ιδρώσει και τα υπερμεγέθη κουνούπια έστηναν τσιμπούσι πάνω στην ασκέπαστη, καλομαθημένη, καλό-αναθρεμμένη επιδερμίδα μου. Κοιτώντας στα δεξιά μου διέκρινα ένα κοριτσάκι με σχιστά μάτια. Φορούσε μια μακριά φούστα, μια ξεπλυμένη μπλούζα ακαθόριστου χρώματος και παπούτσια τουλάχιστον πέντε νούμερα μεγαλύτερα. Με πλησίασε, ήταν χαμογελαστό. Μου άπλωσε το χεράκι της και εγώ το έπιασα. Ήταν σαν να έπιανα χέρι γριάς, τόσο άγριο ήταν. Το βλέμμα μου πλανήθηκε γύρω στο χώρο. Ένα σπίτι που έμοιαζε χειρότερο από το κοτέτσι που έχουμε στο χωριό φιλοξενούσε την οικογένεια… δυο αγοράκια χωρίς εσώρουχα έπαιζαν με ένα ξύλο δίπλα-δίπλα με τα γουρούνια της οικογένειας και λίγες κότες. Πανομοιότυπα σπίτια-παραπήγματα βρίσκονταν το ένα δίπλα στο άλλο. Τα περισσότερα παιδιά κουβαλούσαν νερό σε κουβάδες, έσκαβαν και έκαναν χειρονακτικές εργασίες που κανείς από μας δεν θα τολμούσε να ζητήσει ή να σκεφτεί από ένα παιδί επτά ετών. Δυο-τρία είχαν ξεκλέψει στιγμές ξεγνοιασιάς και κυνηγούσαν ένα βατραχάκι μέσα σε έναν νερόλακκο.

Περίμενα οι σκοτεινές εικόνες να φύγουν και να επιστρέψω στην προηγούμενη ευφορία μου. Όμως βρέθηκα στην Αφρική, δίχως να το καταλάβω. Ένα σκελετωμένο μωρό, ένα αγοράκι μηνών, αφημένο να ακολουθήσει την άγρια μοίρα του πάνω στην σκασμένη από δίψα γη, με τα μεγαλύτερα μάτια που έχω δει ποτέ μου, που το έτρωγαν οι μύγες και η βρώμα, βρέθηκε στο διάβα μου (αυτά τα μάτια έχουν σημαδέψει με πυρωμένο σίδερο την ψυχή μου). Δίπλα του, μια ετοιμοθάνατη γυναίκα με φουσκωμένη κοιλιά με κοίταξε με μάτια που έκλαιγαν χωρίς δάκρυα. Μου είπε όσα δεν χρειάστηκε να ακούσω… και ακόμα περισσότερα. Έχεις νιώσει ποτέ ανίκανος και αδύναμος ταυτόχρονα; Έτσι ήμουν…

Το στομάχι μου σφίχτηκε και άλλο μόλις βρέθηκα στην Ανταρκτική. Νόμιζα ότι δεν θα επέστρεφα ποτέ πίσω… Πανικοβλήθηκα. Κομμάτια πάγων επέπλεαν σαν κομμάτια βούτυρο μέσα σε μια ζεματιστή σούπα. Άλλα έπεφταν σαν λιωμένο παγωτό μέσα στη θάλασσα ντροπιασμένα, άδοξα. Ο ήλιος έκαιγε ανελέητα και οι πάγοι έλιωναν, ενώ τα ζώα όπως οι φώκιες και οι πιγκουίνοι, έβρισκαν θάνατο από τους λιγοστούς ανθρώπους που κυνηγούσαν αδυσώπητα. Άλλα έψαχναν για τροφή, όμως μάταια, δεν έβρισκαν και μετακινούνταν με δυσκολία από κομμάτι σε κομμάτι πάγου.

Δεν μπορούσα να αναπνεύσω.

Η καρέκλα μου εξαφανίστηκε. Ένιωθα να πέφτω, να πέφτω… να πέφτω σε ένα αβυσσαλέο κενό. Τρυπούσα συνεχή στρώματα από σύννεφα, από αόρατα εμπόδια και το έδαφος πλησίαζε απειλητικά πάνω μου όλο και περισσότερο. Ο αέρας ούρλιαζε μέσα στα αυτιά μου και το κρύο μου περόνιαζε το κορμί. Φυσικά η προηγούμενη, σαν σε νιρβάνα ευφορία μου εξαφανίστηκε. Βούλιαζα ιλιγγιωδώς σε μια άβυσσο δίχως τέλος, Κόλαση…

Πάλευα, προφανώς, μέχρι που η αεροσυνοδός με ταρακούνησε: «Όλα καλά; Είστε λίγο ανήσυχη!»

Εγώ ένευσα με κοινωνική ευγένεια «Όχι, όχι ευχαριστώ πολύ. Όλα καλά.»

Στην πραγματικότητα, πονούσε το κορμί μου και το κεφάλι μου… ζαλιζόμουν. Μόλις που είχα καταλάβει που βρισκόμουν! Τότε έστρεψα το κεφάλι μου στο παράθυρο, ξανά. Ο ήλιος βρισκόταν ακριβώς πίσω από το αεροσκάφος. Ήταν απόγευμα και οι ιριδισμοί που έδινε απλόχερα το φωτεινό αστέρι που έδυε είχαν γεμίσει τον ορίζοντα με χρυσές, πορτοκαλιές και μαβιές πινελιές. Πήρα μια βαθιά ανάσα. Φτάναμε και σκέψεις κλωθογύριζαν στο μυαλό μου (θα καταφέρουμε να γυρίσουμε τους δείκτες του ρολογιού πίσω; Θα καταφέρουμε να βοηθήσουμε;).

Έχουν περάσει πέντε ολόκληρα χρόνια από τότε, ποτέ άλλοτε δεν έχω αισθανθεί τόσο έντονα το ελάχιστο της ύπαρξής μου μέσα στο σύμπαν… Το έζησα με τον καλύτερο και τον χειρότερο τρόπο. Όπως είναι και η ανθρώπινη ύπαρξη. Ικανή για το θεϊκό αλλά και για το κτηνώδες… Όλα όσα ήταν σε ασφαλή απόσταση και μακριά μου με είχαν πλησιάσει τόσο που είχα νιώσει την καυτή ανάσα τους πάνω μου, μέσα μου. Γιατί το είδα; Γιατί σε μένα; Δεν μπορώ να απαντήσω. Και θυμάμαι ακόμα και την παραμικρή λεπτομέρεια αυτής της εμπειρίας. Τα χρώματα, τις μυρωδιές, τα πρόσωπα, τα αγγίγματα, τα συναισθήματα και τις ιδέες. Όλα μέσα μου ακόμα και θα τα κουβαλάω όσο ζω και έχω το λογικό μου. Μετά από αυτό το όνειρο τα καθημερινά είναι μικρότερα και τα ουσιαστικά, πιάνουν μεγαλύτερο χώρο μέσα μου, γύρω μου. Έτσι πρέπει να’ ναι, υποθέτω, τα ταξίδια της ψυχής…

(*) Snakes on a Plane: ‘Φίδια σε αεροπλάνο’, ταινία δράσης/θρίλερ του Χόλυγουντ, παραγωγή 2006, με θέμα φίδια σε ένα αεροπλάνο και πως καταφέρνουν οι επιβάτες να επιβιώσουν (ή όχι)!

(Δημοσιεύθηκε τον Μάιο του 2008, http://www.artbomber.com/items/detail/72/)

/>

photo by me, st. Loukas monastery