Tuesday, September 02, 2008

ΤΑΞΙΔΙ ΑΝΑ-ΨΥΧΗΣ...

Δημοσιεύθηκε στη συλλογή διηγημάτων 'To Ωραιότερο Όνειρο που Είδα' των ηλεκτρονικών εκδόσεων The Artbomber, Μάιος 2008

http://www.artbomber.com/

Το θέμα ήταν ότι είχα φοβηθεί. Ο χώρος του αεροδρομίου ήταν γεμάτος μεταλλικό και γρανιτένιο γκρι, όπως και ο ουρανός εκείνη τη μέρα. Το ζαλισμένο πλήθος περπατούσε στους διαδρόμους, ανάμεσα στα μαγαζιά χωρίς να βλέπει, έμοιαζε να βρίσκεται αλλού το μυαλό του: Σε αυτούς που άφηνε πίσω ή σε αυτούς που θα έβλεπε στο τέλος του προορισμού. Αγχώθηκα ξαφνικά πολύ. Ήθελα να παρατήσω το καυτό τσάι με τον αρωματικό καπνό που λικνίζονταν σαν χορεύτρια μπροστά μου και το, σαν πλαστικό, αρωματισμένο με βούτυρο κρουασάν εκεί και να φύγω τρέχοντας στο κρεβάτι του σπιτιού μου, στην ασφάλεια του πουπουλένιου μου σκεπάσματος. Όμως δεν το έκανα. Ήταν ήδη αργά. Στο Λονδίνο με περίμεναν ραντεβού και επαγγελματικά σεμινάρια κλεισμένα μήνες πριν. Ήπια δυο καυτές γουλιές από το ρόφημα, άφησα με το ζόρι το χέρι που με κρατούσε τρυφερά και σηκώθηκα. Φίλησα και χαιρέτησα με έναν τριπλό κόμπο στο λαιμό και στο στήθος τον σύντροφό μου. Ένιωθα ότι δεν θα τον ξανάβλεπα… Είχα ξεσυνηθίσει να ταξιδεύω μόνη μου! Φόβος και άλλος και άλλος συσσωρεύονταν μέσα μου, τόσος που μου έκοβε την ανάσα.

Πέρασα τον έλεγχο, δεν κουδούνισε τίποτα, ήμουν καθαρή (φυσικά ήταν μια από τις ελάχιστες φορές σε αεροδρόμιο που δεν με έψαξαν και δεν έκαναν την τσάντα μου άνω κάτω!). Βρήκα τον σωστό διάδρομο, Α09, πτήση της Ολυμπιακής Αεροπορίας για Λονδίνο. Κάθισα και προσπάθησα να συγκεντρωθώ στο βιβλίο μου, ‘Καμίνο Ρεάλ’ του Τενεσί Ουίλλιαμς. Ένας αυστηρός γέρος με εκνεύρισε. Μιλούσε τόσο δυνατά που η φωνή του μου τρυπούσε τα αυτιά. Κατανόησα τον φόβο του για τα αεροπλάνα ή την έλλειψη ακοής του, όμως, δεν σταματούσε το γεγονός ότι με ενοχλούσε φρικτά το μέταλλο της φωνής του. Έβαλα μουσική στα αυτιά μου. Επιτέλους, ηρεμία για λίγο… Μέχρι που μια παρέα φοιτητών στα πίσω καθίσματα άρχισε να φωνάζει χειρότερα από πριν! Άρχισαν και εκείνοι να ξορκίζουν τους φόβους τους μιλώντας δυνατά για θρίλερ με πτώσεις αεροπλάνων, βιβλικές καταστροφές μέχρι και το τελευταίο, το «Snakes on a Plane*», όλα αυτά, λίγα λεπτά πριν την απογείωση! Έχοντας όλους αυτούς τους ήχους γύρω μου, παρέμεινα ακίνητη σαν να ήμουν το θήραμα σε ένα κυνήγι μέσα στη ζούγκλα. Γιατί δείλιαζα; Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί φοβόμουν. Ήταν αδιανόητο, εγώ, η, παντός καιρού, ατρόμητη ταξιδιώτισσα, να έχω δεθεί πισθάγκωνα από τις εκατομμύρια αόρατες κλωστές του φόβου.

Αφού η ιλιγγιώδης ταχύτητα του Airbus 340 κόλλησε το σώμα μου προς τα πίσω και αφού ένιωσα ότι ανεβήκαμε σε ασφαλές ύψος, ένιωσα την καρδιά μου να χτυπά ηπιότερα και επιτέλους άνοιξα τα μάτια μου. Μετά αν και άρχισαν οι αναταράξεις δεν φοβήθηκα, παράξενο, μα δεν μου είχαν μείνει άλλες δυνάμεις για ανησυχία. Το στόμα μου είχε σχεδόν ξεραθεί από την προηγούμενη πολύωρη αγωνία. Και μετά, επιτέλους, χαλάρωσα. Ηρέμησα και χωρίς καν να το καταλάβω, βάρυναν τα μάτια μου. Πετούσαμε στα 11.600 πόδια, ταξιδεύαμε με 798 χιλιόμετρα την ώρα και η εξωτερική θερμοκρασία ήταν -56 βαθμοί, θυμάμαι καλά, ήταν οι τελευταίες ενδείξεις πριν με πάρει ο ύπνος.

Βάρυνα, βυθίστηκα σε έναν ύπνο χωρίς αλήθεια και χωρίς ψέμα. Ήταν σαν να είχα ναρκωθεί από πολύ και γλυκό κρασί. Και μετά, ο ήλιος χάιδεψε σιγά-σιγά και δειλά λίγο από το χέρι μου και μετά την γωνία του δεξιού μου ποδιού και μετά, βιαστικά, απλώθηκε πάνω σε όλο μου το κορμί, φωτίζοντας κάθε μου κύτταρο και κάθε αρτηρία. Το σώμα μου δεν είχε βαρύτητα, ούτε σκοτεινιά. Το αεροπλάνο είχε διαλυθεί, είχε εξαφανιστεί και εγώ ταξίδευα δεμένη πάνω στη θέση μου. Ένα παχουλό σύννεφο με ταξίδευε βιαστικά, ενώ ήμουν λουσμένη στο φως. Τα σύννεφα πολλαπλασιάστηκαν και με πήγαιναν στον προορισμό μου, σαν να τα κατεύθυνε μια ανώτερου είδους νοημοσύνη, απόλυτα ακατανόητη για τη δική μου, μικρή λογική.

Χιλιάδες εύθραυστες αποχρώσεις του λευκού, του ουράνιου μπλε, του λαμπερού ήλιου, σχεδόν με τύφλωναν. Έπεφταν πάνω μου ατόφια τα χρώματα και με σκέπαζαν, αφού εκεί πάνω και εκεί έξω, δεν υπήρχε διύλιση του φωτός και των χρωμάτων (και είχα αφήσει και τα γυαλιά ηλίου στο σκάφος). Όλα ήταν στην απόλυτη μορφή τους. Κρινόλευκοι όγκοι από νέφη με κύκλωναν. Και μέσα μου και γύρω μου άκουγα μια μουσική σιωπή να διηγείται την ωραιότερη μελωδία που είχε ακούσει ποτέ του άνθρωπος. Ήμουν τόσο τυχερή! Ένιωθα για ατελείωτη ώρα, που ίσως τώρα που θυμάμαι, να κράτησε απλά λίγα δευτερόλεπτα, το μεγαλείο της Θεϊκής ύπαρξης. Εκεί που κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να είναι κυνικός, κακός, άγριος, παρά μόνο να σκύβει το κεφάλι, γιατί βρίσκεται πολύ κοντά Του. Εκεί που και ο άθεος, νιώθει ότι υπάρχει κάτι πέρα και πάνω από αυτόν... Εκεί λοιπόν, ένιωσα μια ολάκερη αιωνιότητα. Ένιωσα γαλήνη… Περνούσαν από πάνω μου νέφη βροχής, αστραπές, χαλάζι, χιόνι και φως… Όλα αυτά τα γευόμουν και τα δεχόμουν πάνω στο θνητό μου σώμα σαν εξαγνισμό, σαν ξέπλυμα από τα ανθρώπινα, τα τετριμμένα, τα τόσο μικρά και αποπροσανατολιστικά.

(συνεχίζεται)

(photo by my favourite beach in the Korinthian)