Η δεύτερη ανάμνησή μου έχει να κάνει με τον κήπο του σπιτιού μας… Πότιζα τις τριανταφυλλιές, τις λεμονιές, πότιζα τα ζαρζαβατικά, ενώ έχωνα τα πόδια μου στην εύπλαστη λάσπη, ξέροντας ότι θα το μετανιώσω αργότερα (αφού θα κατέστρεφα ακόμα ένα καθαρό φόρεμα και η μαμά θα με μάλωνε). Μύριζα το άρωμα των μαγευτικών λουλουδιών. Έπιανα το χώμα, μύριζα τις ροδιές, κοιτούσα τα καμπανάκια, γευόμουν τα φρούτα του κήπου… Ακουμπούσα, γευόμουν, έβλεπα, άκουγα, ναι άκουγα το θρόισμα των φύλλων, όπως τα χάιδευε ο τρυφερός καλοκαιρινός αέρας. Παραδείσια εικόνα, ανάμνηση…
Τελικά, οι αναμνήσεις είναι αυτές που μας κάνουν αυτό που είμαστε σήμερα… Εξαρτάται από το χαρακτήρα μας, από τις διαθέσεις μας αλλά και από τις εικόνες, τις πρώτες παιδικές μας εικόνες, αν θα εξελιχθούμε θετικά ή αρνητικά (και δεν μιλάω για την κοινωνία, ούτε για τις σπουδές μιλάω για την εσωτερική μας εξέλιξη, σαν άνθρωποι, σαν χαρακτήρες). Ένα παιδί είναι τόσο ευαίσθητο στις αντιδράσεις, έχει τέτοια ντελικάτη και ιδιαίτερα δυνατή μνήμη, που μπορεί να θυμάται, ακόμα και στα γεράματά του εκείνες τις λίγες, μερικές φορές με συμβολική μορφή, εικόνες που είχε συγκρατήσει όταν ήταν παιδί… σχεδόν μωρό. Γιατί τελικά ο άνθρωπος, παρόλα τα ρούχα, το δικαίωμα να κάνει όλα τα απαγορευμένα, δηλαδή να πίνει, να τρώει, να καπνίζει, να συμπεριφέρεται σαν μεγάλος και ναι, οι γυναίκες να φοράνε αυτά τα τόσο ζηλευτά, ψηλά τακούνια και να βάζουν όσο βαρύ άρωμα θέλουν, η ψυχή μας πάντα έχει την ίδια εικόνα ενός αεικίνητου παιδιού, γεμάτου αθωότητα και περιέργεια να δοκιμάσει και να γευτεί τις απολαύσεις και τις υποσχέσεις της ζωής, με θετική διάθεση και φλόγα. Όσο και αν το σώμα βαραίνει, παρακμάζει και διαλύεται από το χρόνο που είναι αμείλικτος, όσο και αν τα μαλλιά ασπρίζουν και το σώμα μικραίνει, όσο πλησιάζει προς τον θάνατο, δεν παύει να ξεχνά την πρωτογενή του ανάγκη: Να αγαπήσει τη ζωή…